Ο χρόνος κυλάει αμείλικτος και πλησιάζουν οι μέρες που σε ολόκληρο τον πλανήτη η χριστιανοσύνη θα
γιορτάσει το μεγάλο γεγονός της γέννησης του Θεανθρώπου.
Εδώ και πολλές μέρες άρχισε να στήνεται το σκηνικό της μεγάλης γιορτής.
Φαντασμαγορικές φωταψίες σε δρόμους και πλατείες και ατέλειωτες βόλτες για
ψώνια σε ζεστά καταστήματα με χριστουγεννιάτικα τραγούδια και ψεύτικο χιόνι
στις βιτρίνες.
Σε κάποια εμπορικά πολυκαταστήματα μαζί με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια
εμφανίστηκε ο κοκκινοντυμένος Αη –
Βασίλης ήδη από τον Νοέμβριο πολύ πριν μας επισκεφθεί τον καθένα μας
προσωπικά μπαίνοντας από την καμινάδα
του σπιτιού μας.
Και εμείς με τη σειρά μας στολίσαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ετοιμάσαμε
κουραμπιέδες και μελομακάρονα, πετάξαμε όπως όπως και κάτι λαμπιόνια στο
μπαλκόνι μας και το μόνο που μας απομένει είναι να επικεντρωθούμε τώρα στο
βράδυ της γιορτής επιλέγοντας το κατάλληλο ντύσιμο και ετοιμάζοντας τραπεζώματα
υπερπαραγωγές.
Κάποιοι πιο τυχεροί θα παρακολουθήσουν φαντασμαγορικά θεάματα και συναυλίες
ή θα αποδράσουν σε ορεινούς προορισμούς
με πραγματικό χιόνι.
Όσο για τα μικρά παιδιά αυτά είναι
ήδη χαρούμενα που είναι σε διακοπές, ετοιμάζουν την παρέα που θα πάνε να πούνε
τα κάλαντα και κάνουν όνειρα για τα δώρα που θα συγκεντρώσουν τις μέρες αυτές.
Όμως για αρκετούς συνανθρώπους μας η χαρά σταμάτησε πολύ πέρα από το σπίτι
τους. Προβλήματα, ματαίωση ονείρων, αρρώστιες, απώλεια αγαπημένων προσώπων, μοναχικότητα και πολλά άλλα γεμίζουν τους
ανθρώπους με θλίψη και απογοήτευση.
Τα τελευταία χρόνια όλοι μας
βιώνουμε μια αμείλικτη οικονομική κρίση. Τα χρήματα διαρκώς λιγοστεύουν από
περικοπές, φόρους, έκτακτες εισφορές και τέλη κυκλοφορίας.
Πολλοί άνεργοι στα όρια της απελπισίας και της ανέχειας αναζητούν
τροφή στα σκουπίδια.
Άστεγοι που έχασαν ό,τι είχαν
κοιμούνται σε παγκάκια ή στο πεζοδρόμιο χωρίς καμία ελπίδα για το αύριο.
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα στο παραμύθι του Άντερσεν δεν είναι στην αγκαλιά
της γιαγιάς της. Δουλεύει σε ένα φανάρι του δρόμου πουλώντας χαρτομάντηλα και πλένοντας τα τζάμια των αυτοκινήτων.
Ο καθένας λοιπόν με τον τρόπο του και ανάλογα με τις τρέχουσες συνθήκες της
ζωής του ετοιμάζεται να γιορτάσει τα Χριστούγεννα. Κάποιοι θα μπορέσουν να
κάνουν και τις πιο παράλογες επιθυμίες τους πραγματικότητα και κάποιοι άλλοι θα
μείνουν μόνοι με προσδοκίες και όνειρα που δύσκολα πραγματοποιούνται.
Ας δούμε πρώτα ένα βιντεάκι και μετά συνεχίζουμε...
Εδώ και χρόνια μάθαμε να ζούμε απλώνοντας το χέρι μόνο για να πάρουμε.
Μετράμε την ευτυχία μας με το πλήθος των καταναλωτικών αγαθών που
αποκτήσαμε.
Η αλήθεια όμως είναι ότι η καταναλωτική
μανία των ημερών δεν γεμίζει μόνιμα την καρδιά κανενός.
Είναι καλό να πάψουμε να ζηλεύουμε όσα έχουν οι άλλοι και τα στερούμαστε
εμείς.
Ευκαιρία λοιπόν τα φετινά Χριστούγεννα να
ανοίξουμε την αγκαλιά μας στον διπλανό μας.
Όχι καταναλωτικά Χριστούγεννα αλλά ζεστά και ανθρώπινα.
Και υπάρχουν πολλοί που έχουν ανάγκη αυτήν την αγκαλιά. Άλλοι έχουν ανάγκη από
τρόφιμα, άλλοι από ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, άλλοι από στέγη και δουλειά,
άλλοι από συντροφιά και αγάπη και δυστυχώς υπάρχουν κάποιοι που έχουν ανάγκη
από όλα αυτά μαζί.
Αντί να γκρινιάζουμε με όσα δεν θα αποκτήσουμε είναι καιρός να μάθουμε να είμαστε
ευτυχισμένοι με όσα πολύτιμα έχουμε, κι αυτά είναι η ζωή και η υγεία μας.
Κι αν πάλι είμαστε κι εμείς από αυτούς που έχουν ανάγκη από κάτι, δεν πρέπει
να το βάλουμε κάτω στις δύσκολες στιγμές της ζωής.
Ας προσπαθήσουμε να βρούμε το αντίδοτο σε ό,τι μας μαραζώνει την ψυχή.
Ας μην ξεχνάμε ότι η ζωή είναι μπροστά μας, οι μπόρες περνούν και ο χρόνος
γιατρεύει τις πληγές των ανθρώπων.
Ο Χριστός γεννήθηκε χωρίς φαντασμαγορίες
αθόρυβα σε μια φάτνη. Έτσι ας γεννηθεί μέσα στην ψυχή μας και ας τον
κρατήσουμε εκεί ως τα επόμενα Χριστούγεννα.
Καλά Χριστούγεννα για όλον τον κόσμο!
ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ...
Με την πρώτη
ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη,
παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης
αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν
σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με
τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με
δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας
παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.
Αν πρόσεχαν
όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη
στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά
παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη
στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή
τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα
περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δεν μίλησε.
Ήρθε το
λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό
κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς
τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο
κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε
τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη
φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου». Ένα αγοράκι
έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά
ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν
είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που
φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού
αυτή φρόντισε τη μητέρα της.
Μια δασκάλα στη
μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε
αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια
φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν
από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη
συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες
τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε
ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα,
δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους
που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.
Αλλ’ ένας
έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών
του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο
και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις
παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του
ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.
Μια καλοντυμένη
κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν
έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως
κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η
κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».
Στην επόμενη
στάση ένα παλληκάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα
καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο
συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη
μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα
πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της
γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά
αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. Το παλληκάρι
έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια
και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν
έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια
και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον
ευχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε το
λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι.
Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι
του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος.
«Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο
κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το
αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ
καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου