Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ ΜΕ ΚΕΙΜΕΝΑ





 Μεγάλη Εβδομάδα, παιδιά, 
και όλοι είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας 
και αδυνατούμε 
να μετακινηθούμε σε μέρη μακρινά και ονειρεμένα. 
Τα όρια που επιβλήθηκαν στο σώμα μας 
δεν ισχύουν 
όμως 
για το μυαλό μας. 
Μπορούμε να ταξιδέψουμε με τη σκέψη μας 
και να πάμε όπου εμείς θέλουμε.
 Αρκεί να το θέλουμε!


Γράφει στον «ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΘΡΗΝΟ», ο ανώνυμος ποιητής:

Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.

Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.
 


Και συνεχίζει το ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ:

«Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια
Με γέλασαν κι μου ‘πανε, πως φέτος δεν πεθαίνω.
Φκιάχνω το σπίτι μου, ψηλά - ψηλά κι ανωγιασμένο
Κι ακόμα δεν το πόφκιαξα, βγαίνω στο παραθύρι
Βλέπω τον χάρο να ‘ρχεται, στους κάμπους καβαλάρης.
Μαύρος είν’ μαύρα φορά, μαύρο κι τ’ άλογό του.
Ζυγώνω κι τον αρωτώ, γλυκά τον κουβεντιάζω:
- Ασε με χάρε μ’ άσε με, ακόμα για να ζήσω
Έχω γυναίκα και παιδιά, πού να τα παρατήσω
Το Σάββατο για να λουστώ, την Κυριακή ν’ αλλάξω
και τη Δευτέρα το πρωί, θα έρθω μοναχός μου.
- Μένα μ’ έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.
- Τάξε του χάρου τάξε του, μεταξωτό μαντίλι.
Για να μ’ αφήνει να ‘ρχομαι, πολλές φορές το χρόνο
Του Χριστού για κοινωνιά και του Βαγιού για βάγια
Και τη Λαμπρίτσα το πρωί, για το Χριστός Ανέστη».
 


Και οι  ποιητές μας: 

Κώστας Βάρναλης:  «ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»

«Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ' υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...

Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!»


Α.  Σικελιανός: «ΣΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ»

«Στ' Οσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι' όσες,
μοιρολογήτρες, ως με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη έτσι γλυκά θρηνούσαν! -
πώς, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Αδωνη ήταν σάρκα που πόνεσε βαθιά;

Γιατί κι' ο πόνος στα ρόδα μέσα, κι' ο επιτάφιος θρήνος,
κ' οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια,
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π' απ' την Αγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ' άλλα ως κάτου,
κι' απ' τ' Αγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη το φως ως με την ξώπορτα,
 όλοι κι' όλες ανατριχιάξαν π' άκουσαν στη μέση
απ' τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: "Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!"

Και να, ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο στον πόλεμο
 και στέκονταν ολόρτος στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι ξύλινο,
και δε διάβαινε τη θύρα της εκκλησιάς, τι τον κυττάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κυττάζαν
το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
μα ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Και τότε, - μάρτυράς μου νάναι ο στίχος,
ο απλός κι' ο αληθινός ετούτος στίχος, -
απ' το στασίδι πούμουνα στημένος
ξαντίκρυσα τη μάνα, απ' το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν' αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
(έτσι όπως το ειδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι' αληθινός ετούτος στίχος),
και να σύρει απ' τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου, Βαγγέλη!


Ν. Βρεττάκος: «ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ»
 
Καρφωμένα στ' αγριόξυλο του σταυρού,
σχηματίζουν μι' αμβλεία γωνία.
Είναι τα ίδια τα γόνατα
που προβάτιζαν, παίζοντας, γύρω απ' το κόκκινο
φουστάνι της μάνας του,
όταν ήτανε βρέφος δέκα μηνών.

Που αργότερα, έφηβος, τ' ακούμπαγε κάτω
στη γη πριονίζοντας το ξύλο ενός κέδρου.
Που λύθηκαν κι έπεσαν, ένας σωρός,
—μια νύχτα που η άνοιξη ήταν αβάσταγη
και μύριζε η γης κι ο ουρανός λεμονάνθι—
στο Όρος των Ελαιών.

Κι είναι ακόμη τα γόνατα
που κάθιζε, αμίλητος, δυο δυο τα παιδιά
κι απλώνοντας δίπλα του, πάνω στη γη,
το απέραντο χέρι του, τα φίλευεν
ένα λουλουδάκι — κομμένο
απ' τον πλούτο του σύμπαντος.


Νίκος Γκάτσος: «ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ»

Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
κρεμάται σήμερα σε ξύλο
ίλεως, Κύριε, γενού
και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε «παιδί μου!»

Με τ’ Απριλιού τ’ αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή
κι όλα τ’ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη

Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νου
Αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού
κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι.


Δ. Σολωμός: «Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ»

 «Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.


Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστείτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
μπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!
Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!


Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.»




ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ 1


Αφού διαβάσετε τα παραπάνω ποιητικά κείμενα, απαντήστε σε όσες θέλετε από τις παρακάτω ερωτήσεις του πίνακα:




ΚΕΙΜΕΝΟ

ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ;
NAI - OXI

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ   (ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ)

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ
«Επιτάφιος Θρήνος»,



Δημοτικό τραγούδι:



Δ. Σολωμός:    «Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ»



Κώστας Βάρναλης:     «ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»



Α.  Σικελιανός: «ΣΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ»



Ν. Βρεττάκος: «ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ»



Νίκος Γκάτσος: «ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ»







Περισσότερα λογοτεχνικά κείμενα (πεζά και ποιητικά)
 σε ψηφιακή μορφή μπορείτε να αναζητήσετε στους παρακάτω συνδέσμους:









MYRIOBIBLOS βιβλιοθήκη, Νεοελληνική Γραμματεία



Όσοι έχουν ιδιαίτερη προτίμηση στα comic μπορούν να επισκεφθούν την παρακάτω διεύθυνση, 





και να διαβάσουν κάτι από τα
ΚΛΑΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ.
 
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ 2

 Μπορείτε να επιλέξετε ένα βιβλίο που σας αρέσει
 και αφού το διαβάσετε 
να συμπληρώσετε το παρακάτω Δελτίο ανάγνωσης και να μου το στείλετε.


(Μπορείτε να επιλέξετε και κάποιο ή κάποια από τα διηγήματα ενός βιβλίου.)
 



ΔΕΛΤΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

Συγγραφέας:

Τίτλος:

Θέμα:

Σύντομη περιγραφή της υπόθεσης:
(Μύθος = Τι)






Πρόσωπα του έργου:


Χρόνος
Εποχή στην οποία διαδραματίζεται:


Τόπος:

Θέμα 1ο:……………


Θέμα 2ο:……………




Αξιολόγηση:
γιατί μου άρεσε  
γιατί δεν μου άρεσε;



 


Kαλή ανάγνωση!
Καλό ταξίδι με όχημα ένα βιβλίο!



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου