ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΛΟΥΚΑ
Ένα μοναστήρι 1.000 ετών, προστατευόμενο μνημείο της UNESCO, υποδέχεται καθημερινά πλήθος επισκεπτών που υποκλίνονται στην απαράμιλλη αισθητική και αρχιτεκτονική του αξία. Μαζί με τη Νέα Μονή της Χίου και εκείνη του Δαφνίου, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα και μεγαλύτερα επιτεύγματα της μεσοβυζαντινής εποχής (843-1204 μ.Χ.)
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Μονή Οσίου Λουκά βρίσκεται στη δυτική
πλαγιά του Όρους Ελικών, κάτω από την ακρόπολη του Αρχαίου Στείριου όπου βρισκόταν άλλοτε ναός της Στειρίτιδας
Δήμητρας . Η απαρχή της μοναστικής δραστηριότητας
στην περιοχή ξεκινάει από τον ίδιο τον Όσιο Λουκά, όταν ασκήτευσε εκεί στα
τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 946 έως το 953.
Από το Βίο του Οσίου Λουκά, κείμενο αγνώστου συγγραφέα γραμμένο δέκα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Οσίου, πληροφορούμαστε πως ο Όσιος, γόνος προσφύγων από την Αίγινα, γεννήθηκε στο χωριό Καστρί Φωκίδας το 896. Ο Όσιος σε νεαρότατη ηλικία επιλέγει τη μοναστική ζωή. Κατά τα τέλη του 910 ή στις αρχές του 911 ζει ως μοναχός στην Αθήνα, στη μονή της Μεγάλης Παναγίας, και κατόπιν σε διάφορα μοναστήρια ή ησυχαστήρια της Φωκίδας και της απέναντι κορινθιακής ακτής. Οι μετακινήσεις του υπαγορεύονταν από την ανάγκη να αποφύγει τον κίνδυνο από τις επιδρομές των Βουλγάρων του Συμεών, που τα χρόνια εκείνα ταλάνιζαν την περιοχή. Μετά από συνολικά 35 έτη μοναστικού βίου, το 946/7, εγκαταστάθηκε στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι, στο Στείρι της Φωκίδος, όπου και πεθαίνει σε ηλικία 56 ετών.
Ο Όσιος ήταν γνωστός και αγαπητός, όσο ζούσε. Θεράπευε ασθενείς, συμβούλευε τους ανθρώπους σε διαφόρων ειδών προβλήματα και ήταν προικισμένος με την ικανότητα να προφητεύει το μέλλον. Στο κείμενο του Βίου αναφέρεται με έμφαση πως, όσο ζούσε, σε μια εποχή αλλεπάλληλων προσπαθειών ανακαταλήψης της Κρήτης από τους Άραβες, εκείνος προέβλεψε, είκοσι χρόνια πριν γίνει, την επιτυχημένη επιχείρηση του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά στα χρόνια της βασιλείας του Ρωμανού Β'.
Από το κείμενο του Βίου πληροφορούμαστε πως η σχέση του με το λαό, αλλά και με τους υψηλά ισταμένους τοπικούς αξιωματούχους, καθώς και η μετά θάνατον φήμη του, έκαναν την περιοχή του τελευταίου του ασκητηρίου κέντρο προσκυνηματικού ενδιαφέροντος: ο στρατηγός του Θέματος Ελλάδος, Κρηνίτης, χρηματοδότησε την οικοδόμηση ενός ναού όσο ζούσε ο Όσιος, το 946, αφιερωμένου στην Αγία Βαρβάρα. Το χτίσιμό του ολοκληρώθηκε μετά το θάνατο του οσίου, το 953, από τους μοναχούς. Ο Όσιος τάφηκε στο δάπεδο του κελίου του, ενώ έξι μήνες μετά, ο μοναχός Κοσμάς, προσκυνητής προερχόμενος από την Παφλαγονία, περιέφραξε το μνήμα με κιγκλίδωμα και τοποθέτησε πάνω σε αυτό επίστρωση πήλινων πλακών. Δύο έτη μετά το θάνατο του οσίου, δηλαδή στα 955, οι μοναχοί, που φαίνεται πως ήδη εμόναζαν κοντά στον άγιο, έκτισαν σταυροειδές ευκτήριο γύρω από τον τάφο του και οικοδόμησαν τα πρώτα κελιά μίας οργανωμένης μοναστικής κοινότητας.
Κατά την Φραγκοκρατία, μετά το 1204 στο μοναστήρι εγκαθίστανται Λατίνοι κληρικοί. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το μοναστήρι επανήλθε στους 'Ελληνες μοναχούς.
α. Το καθολικό
|
Η εκκλησία της Παναγίας είναι η παλαιότερη από τις δύο εκκλησίες του
μοναστηριακού συγκροτήματος. Χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 10ου αι.
Ως προς τον αρχιτεκτονικό τύπο ανήκει στο σύνθετο τετρακιόνιο σταυροειδή
εγγεγραμμένο ναό με τρούλο, τον τύπο δηλαδή που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική
σχολή της Κωνσταντινούπολης. Όπως συχνά συμβαίνει στα μοναστήρια, στον κυρίως
ναό έχει προσαρτηθεί ευρύχωρος νάρθηκας, η λιτή. Δυτικά της λιτής, ο ιδιότυπος
εξωνάρθηκας αποτελείται από ένα ανοικτό προστώο με δύο κλειστά διαμερίσματα στα
δύο άκρα, τα οποία προεξείχαν από το περίγραμμα του κυρίως ναού. Το νότιο
διαμέρισμα του εξωνάρθηκα ενσωματώθηκε στη μεταγενέστερη εκκλησία, το καθολικό
της μονής. Στη διάρκεια αναστηλωτικών εργασίων, κάτω από την ορθομαρμάρωση του
καθολικού αποκαλύφθηκε μια εξαιρετική τοιχογραφία, που διακοσμούσε άλλοτε τον
ανατολικό τοίχο του νοτίου διαμερίσματος του εξωνάρθηκα. Η μοναδική τοιχογραφία
που σώθηκε από την αρχική διακόσμηση του ναού της Παναγίας ιστορεί την εμφάνιση
του αρχάγγελου Μιχαήλ στον Ιησού του Ναυή πριν από την άλωση της Ιεριχούς.
Τοιχογραφίες διασώζονται και στο νότιο σκέλος του σταυρού και το διακονικό.
Παριστάνονται συνολικά πέντε μορφές ιεραρχών, που έχουν χρονολογηθεί στο τέλος
του 12ου αι.
Άλλα κτήρια που
έχουν αναστηλωθεί είναι το βορδονάρειο (στάβλος),
στο οποίο εκτίθενται αποτοιχισμένες τοιχογραφίες του 18ου αι. από το ναό του
Αγίου Σπυρίδωνος μετόχι του Οσίου Λουκά στην περιοχή Στειρίου, το φωτάναμμα με τη χαρακτηριστική
καπνοδόχο και η τράπεζα, που από το
1993 λειτουργεί ως μουσείο και περιλαμβάνει αρχιτεκτονικά μέλη από διάφορες
οικοδομικές φάσεις της και ευρήματα από τη γύρω περιοχή.
Από τα πιο ενδιαφέροντα οικοδομήματα του
συγκροτήματος ήταν η βυζαντινή τράπεζα (11ος αιώνας), δηλαδή η τραπεζαρία όπου
οι μοναχοί γευμάτιζαν όλοι μαζί. Είναι ένα διώροφο κτήριο με ενιαία μεγάλη
αίθουσα στον όροφο, που απολήγει σε κόγχη, και ιδιαίτερα μεγάλο υπόγειο, όπου
στεγαζόταν το ελαιοτριβείο, ένα από τα λίγα σωζόμενα δείγματα της Βυζαντινής
περιόδου. Από το 1592 είχε χάσει την ξύλινη στέγη και το πάτωμα και είχαν
προστεθεί μία εστία (μαγειρείο) με τρούλο, βοηθητικοί χώροι και μία μικρότερη
θολοσκέπαστη τραπεζαρία. Το 1943 η μεταβυζαντινή τράπεζα βομβαρδίστηκε και
παρέμεινε σε ερειπιώδη κατάσταση έως το 1960, όταν αναστηλώθηκε. Σήμερα
χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος σημαντικών βυζαντινών γλυπτών μελών από την
Παλαιοχριστιανική και τη Μεσοβυζαντινή περίοδο. Προέρχονται από το ναό της
Παναγίας, το καθολικό, τον κατεδαφισμένο οκταγωνικό ναό της Αντίκυρας και από
διάφορα άλλα κτίσματα της μονής και της ευρύτερης περιοχής. Εκτίθενται επίσης
επιγραφές εντοιχισμένες, αρχικά, σε κτίσματα της μονής και λίγες αποτοιχισμένες
τοιχογραφίες (18ου αιώνα) από τη μεταβυζαντινή τράπεζα.
Υπάρχουν στοιχεία
που αποδεικνύουν ότι η μονή ήταν ξακουστή σε όλο το Βυζάντιο για την πολυτελή της
διακόσμηση, η οποία απλωνόταν σε όλες τις επιφάνειες. Εκτός από τα τείχη, τη
γλυπτική, τα χρυσά και αργυρά πινάκια, τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά (εξαιρετικά
εντυπωσιακά στις κοίλες επιφάνειες, το εσωτερικό κοσμούσαν εικόνες, πολυέλαιοι,
μεταξωτές κουρτίνες και υφάσματα βωμών (αντιμήνσια). Μόνο ένα τμήμα τους
σώζεται σήμερα στη θέση του, κυρίως οι χρωματιστές επενδύσεις των μαρμάρων και
τα κιγκλιδώματα των παραθύρων. Παρά τις απώλειες το Καθολικό «δίνει την
καλύτερη εντύπωση που μπορεί να αποκομίσει κανείς οπουδήποτε σήμερα για τη
μορφή του εσωτερικού ενός ναού τους πρώτους αιώνες μετά το τέλος της Εικονομαχίας».
ΑΠΟΨΕΙΣ
«Τα ψηφιά του Οσίου Λουκά δεν έχουνε απαλά χρώματα όπως του Δαφνιού, μηδέ
τη μαστοριά τ’ Αη Δημήτρη της Σαλονίκης», γράφει ο Φώτης Κόντογλου. «Μπροστά
τους δείχνουνε φτωχά κι απλοϊκά, σα να τα ’φτιαξε κανένας άμαθος. Μα ίσα-ίσα
τούτη είναι η ιδιαίτερη χάρη τους που τα κάνει να ξεχωρίζουν. Κείνοι οι
τεχνίτες δείχνουνε τη σοφία και την αξιοσύνη τους, τούτοι λένε την προσευχή
τους σαν αγράμματοι ψαράδες μ’ απλότη και με πίστη».
Πάνω στο ίδιο θέμα ο γνωστός Αγγλος Βυζαντινολόγος S. Runciman τοποθετείται ως εξής: «Στον Οσιο Λουκά δεν υπάρχει τίποτε από το εγκόσμιο που αρχίζει να υπεισέρχεται στα μεταγενέστερα έργα του Δαφνίου και θριαμβεύει τον 14ο αιώνα... Ολα είναι σοβαρά, όλα ισορροπημένα και δεμένα μέσα στην υψηλή κλασική παράδοση του Βυζαντίου, αλλά ζωντανεμένα από ένα αίσθημα αιωνιότητας, με κάποια τραχύτητα εκεί όπου χρησιμοποιήθηκαν κατώτεροι τεχνίτες, ασυναγώνιστα όμως στις μεγάλες συνθέσεις».
Στην κεντρική
σιδεροδεμένη ξύλινη πύλη της μονής υπάρχουν ακόμα οι τρύπες από βόλια. Της
δίνουν μια επιπλέον γοητεία. Ακόμα και λυπηρά σημάδια της ιστορίας δένουν
απίθανα σ’ αυτό το μοναστηριακό σύμπλεγμα, το οποίο, ανεξάντλητο σε
λεπτομέρειες, σε κερδίζει λίγο παραπάνω σε κάθε επίσκεψη. Ο τεράστιος
πλάτανος της αυλής, το ηλιακό ρολόι, οι ψαλμωδίες των μοναχών και τα αναμμένα
κεριά στους πολυελαίους, ο ήχος του σήμαντρου, το κελάηδισμα των πουλιών και η αναστάσιμη
φύση αυτή την εποχή καθηλώνουν το ενδιαφέρον κάθε θρησκευόμενου ή απλώς
θρησκευτικού τουρίστα.
Άγγελου Σικελιανού, Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι
Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη - έτσι γλυκά θρηνούσαν! -
πως, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ' οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!
Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π' απ' την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ' άλλα ως κάτου,
κι απ' τ' Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π' άκουσαν στη μέση
απ' τα "Xριστός Aνέστη" μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: "Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!"
Kαι να· ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!
Kαι τότε - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -
απ' το στασίδι πού 'μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ' το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν' αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
- έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
και να σύρει απ' τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: "Mάτια μου… Bαγγέλη!"
Kι ακόμα, - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Mεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!…
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη - έτσι γλυκά θρηνούσαν! -
πως, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ' οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!
Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π' απ' την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ' άλλα ως κάτου,
κι απ' τ' Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π' άκουσαν στη μέση
απ' τα "Xριστός Aνέστη" μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: "Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!"
Kαι να· ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!
Kαι τότε - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -
απ' το στασίδι πού 'μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ' το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν' αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
- έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
και να σύρει απ' τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: "Mάτια μου… Bαγγέλη!"
Kι ακόμα, - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Mεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου