Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΦΡΑΝΚ



Α. ΤΟ ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΟ ΔΕΙΤΕ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ. 

Β. ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΦΡΑΝΚ ΣΤΟ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ

 

 







 Γ. ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΦΡΑΝΚ


 


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΦΡΑΝΚ


Είναι παράδοξο που δεν έχω εγκαταλείψει τα ιδανικά μου, τα οποία φαίνονται τόσο παράλογα και καθόλου πρακτικά.
Ωστόσο εμμένω σ’ αυτά γιατί ακόμη πιστεύω, παρά τα όσα συμβαίνουν γύρω μου, πως οι άνθρωποι είναι αληθινά καλοί στην καρδιά...

Είναι εντελώς αδύνατον για μένα το χτίσω τη ζωή μου πάνω στο χάος, στη θλίψη και στο θάνατο...

Βλέπω τον κόσμο αργά αργά να μεταμορφώνεται σε άγριο τοπίο. Ακούω τον κεραυνό που πλησιάζει και που μια μέρα θα καταστρέψει κι εμάς τους ίδιους...

Νιώθω τον πόνο εκατομμυρίων ανθρώπων. Κι όμως, όταν κοιτάζω τον ουρανό, νιώθω μέσα μου πως όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο, πως αυτή η σκληρότητα θα τελειώσει, πως η ειρήνη και η γαλήνη θα επιστρέψουν και πάλι...
Άννα Φρανκ, 15 Ιουλίου 1944

Πίστεψέ με, αν είσαι έγκλειστος για ενάμισι χρόνο, μπορεί να σου στοιχίζει πολύ κάποιες μέρες. Το ποδήλατο, ο χορός, το σφύριγμα, το να κοιτάς έξω απ’ το παράθυρο στον κόσμο, το να νιώθεις νέος, το να νιώθεις ελεύθερος, αυτά είναι τα πράγματα που μου λείπουν...

Δεν θέλω να ζω μάταια όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Θέλω να εξακολουθήσω να ζω και μετά τον θάνατό μου...

Κάποια μέρα αυτός ο φοβερός πόλεμος θα τελειώσει... Κάποια μέρα θα ξαναγίνουμε άνθρωποι κι όχι απλά Εβραίοι...

Ποιος μας προκάλεσε αυτή τη συμφορά; 





 Δ. ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Κάθε φιλελεύθερη προσλαλιά έπρεπε να βουβαθεί.

Κάθε φιλελεύθερη σκέψη έπρεπε να εξαφανιστεί.

Κάθε φιλελεύθερος άνθρωπος έπρεπε να πάψει να υπάρχει.

Εμπνευστής ο πρώην Δεκανέας και κατοπινός Καγκελάριος Αδόλφος Χίτλερ.
Ψυχρός εκτελεστής των εντολών του Αρχηγού ο Χίμλερ.

Απλή και μόνο υποψία, απλή και μόνο καταγγελία ήταν αρκετή για να καταλήξει κανείς στα φοβερά αυτά στρατόπεδα απομόνωσης, εξουθένωσης, εξόντωσης.

Ες Ες: Άνθρωποι  ρομπότ, που χωρίς να αισθάνονται καμιά απολύτως ανθρώπινη συγκίνηση, έδειχναν την πιο αμείλικτη βαρβαρότητα, την πιο απαίσια σκληρότητα στους συνανθρώπους τους κρατουμένους υποτασσόμενοι σαν αυτόματα στις επιταγές των ανωτέρων τους.

Νταχάου, Ολτεμπουργκ, Μπύχενβαλ, Σάσεν Χάουζεν, Άουσβιτς, Μπέργκεν – Μπέλσεν, Μαουτχάουζεν …

Υπολογίζεται πως μόνο στο Άουσβιτς (Πολωνία) άφησαν τα κόκαλά τους πάνω από τέσσερα εκατομμύρια άτομα.

Εργάζονταν 17 ώρες το χειμώνα και 20 περίπου ώρες το καλοκαίρι, με μια ημίωρη παύση για το μεσημεριανό τρισάθλιο γεύμα συνήθως πατατόζουμο. Πήγαιναν στο πρωινό προσκλητήριο τραγουδώντας και επέστρεφαν το βράδυ στο στρατόπεδο πάλι τραγουδώντας. Η μεγάλη πύλη του Νταχάου είχε της εξής επιγραφή: «Η εργασία είναι ελευθερία…»

Οι τιμωρίες έπεφταν βροχή με το παραμικρό παράπτωμα: μπουντρούμιασμα, μαστίγωμα, κρέμασμα, πρωινή γυμναστική μέσα στο πρωινό κρύο. Ειδικά γυμνασμένα σκυλιά επαναφέρουν στην τάξη τον τυχόν δυστροπούντα κρατούμενο.

Γέροι, τρελοί, ανίατοι, θεωρούμενοι σαν ανώφελο βάρος για την Γερμανική πολεμική μηχανή σκοτώθηκαν με τα αέρια, ή με ειδικές ενέσεις, σε ειδικά για το σκοπό αυτό θεραπευτήρια που λειτουργούσαν σε παραρτήματα των στρατοπέδων ή και μέσα στα στρατόπεδα.

 Όσοι δεν μπορούσαν να εργασθούν, τους έστελναν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων και στα κρεματόρια. Είχαν την εντύπωση ότι τους πάνε για μπάνιο. Όταν η αίθουσα γέμιζε, την έκλειναν αεροστεγώς, και έριχναν μέσα τα ασφυξιογόνα αέρια.

Στη συνέχεια ψείριζαν τα πτώματα. Τους έβγαζαν τα δακτυλίδια, τις βέρες, τα βραχιόλια, τα διαμαντικά και τα χρυσαφικά, τα χρυσά δόντια, τους έπαιρναν τα ρούχα, τα παπούτσια, τις κάλτσες, τα εσώρουχα και έτσι γυμνά όπως ήταν τα πτώματα τα μετέφεραν στα κρεματόρια.

Τους μετέδιδαν μικρόβια ελονοσίας, εξανθηματικού τύφου για να δοκιμάσουν πάνω τους διάφορα εμβόλια. Έτσι οι κρατούμενοι καταντούσαν ζωντανά πειραματόζωα.

Οι ανάσες όλης της ανθρωπότητας σταμάτησαν όταν η 3η στρατιά του Πάττον μπήκε στο στρατόπεδο του Ορντουφ. Ο Μπράντλευ στα απομνημονεύματά του περιγράφει…

«Η Μυρωδιά του θανάτου μας κατέλαβε ακόμα πριν περάσουμε το συρματόπλεγμα. Περισσότερα από 3.200 γυμνά επισχνασμένα πτώματα είχαν ριχτεί μέσα σε ρηχούς τάφους. Άλλα κείτονταν στον δρόμο όπου είχαν πέσει. Οι ψείρες σέρνονταν πάνω στο κιτρινισμένο δέρμα των κοκαλιασμένων πτωμάτων τους. Ένας φρουρός μας έδειξε το αίμα που είχε πήξει σε μαύρες κηλίδες όπου οι κρατούμενοι πέθαιναν της πείνας. Είχαν ξεριζώσει τα εντόσθια των πεθαμένων για να φάνε. Το πρόσωπο του Αϊζενχάουερ άσπρισε σαν μάσκα. Ο Πάττον περπάτησε σε μια γωνιά και έκανε εμετό. Εγώ ήμουν τόσο ταραγμένος που δεν μπορούσα να μιλήσω…»

Εκατομμύρια άνθρωποι όλων των φυλών και των εθνών πέρασαν από τοα στρατόπεδα αυτά της φρίκης και του θανάτου. Οι περισσότεροι πέθαναν, αφού πέρασαν όλου του είδους τα μαρτύρια, που η σαδιστική, εγκληματική Ναζιστική φαντασία επινόησε και κατασκεύασε. Ελάχιστοι γλίτωσαν…

Πέρασαν πολλά χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, από τότε που έπαψαν να λειτουργούν τα στρατόπεδα αυτά της μαζικής εξολόθρευσης των ανθρώπων.

Ακόμη η ανάμνηση των φοβερών εκείνων Στρατοπέδων ζει… και πρέπει να ζει για να θυμίζει σ’ όλους μας τις τραγικές στιγμές που πέρασε η ανθρωπότητα

Για να μην τα ξαναζήσει.

Ε. ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

 Σιωπή! Να ακούσουμε τις εικόνες ...

 

 

 




 





 ...καί εἶπε Κύριος· 
τί πεποίηκας; 
φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς...
  Γεν. 4,10   




 ΣΤ. ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ



Μαουτχάουζεν, το «κολαστήριο» των διανοούμενων.


Ήταν χαρακτηρισμένο στα κιτάπια των Ναζί ως «Grade III», όρος που ερμηνευόταν ως ο απόλυτος βαθμός σκληρότητας.

Eπελέγη για την εξόντωση της διανόησης μέσω της εργασίας.

Ο «Μύλος Οστών», όπως επονομάστηκε από τους Ναζί, εξελίχτηκε σε ένα στρατόπεδο εκμετάλλευσης «σκλάβων». Χαρακτηριστικά αποτιμάται ότι, μόνο το 1944, η παραγωγή από το σύμπλεγμα του Μαουτχάουζεν ανήλθε στο ποσόν των 11 εκατ. γερμανικών μάρκων. Εντός αυτού λειτουργούσαν λατομεία, ορυχεία, εργοστάσια όπλων και πυρομαχικών, καθώς και συναρμολόγησης μαχητικών αεροσκαφών.



Ο αριθμός των ανθρώπων που άφησαν την τελευταία πνοή τους εκεί δεν είναι γνωστός. Οι περισσότερες πηγές τοποθετούν τους νεκρούς μεταξύ 122.766 και 320.000 για όλο το συγκρότημα. Πολλοί εξ’ αυτών θανατώθηκαν απλώς επειδή δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιηθούν πια ως σκλάβοι.

Όσοι επιλέγονταν προς θανάτωση, υποχρεώνονταν να μεταφέρουν μπλοκ 50 κιλών από γρανίτη από το ορυχείο στην επιφάνεια μέσω μιας ξύλινης σκάλας που αριθμούσε 186 σκαλοπάτια (την επονομαζόμενη και ως «σκάλα» του Θανάτου») μέσα σε ξύλινο πηλοφόρι.

Ο Κριστιάν Μπερναντάκ, ένας μαχητής της γαλλικής αντίστασης, που φυλακίστηκε εκεί, έγραψε αργότερα βιβλίο με τις εμπειρίες του, τιτλοφορώντας το «τα 186 βήματα». Περιέγραφε το ανθρώπινο ντόμινο που μπορούσε να προκαλέσει κάποιος παρασύροντας συγκρατούμενους του μετά την πτώση του λόγω της εξάντλησης, καθώς και τη σαδιστική πρακτική των φρουρών των SS. Συχνά-πυκνά αυτοί έδιναν στους κρατούμενους την άδεια να ξεκουραστούν σε ένα περβάζι. Και ως τιμωρία πυροβολούσαν όποιον αποδεχόταν την «προσφορά»…

Σήμερα, η «Σκάλα του θανάτου» αποτελεί μέρος των ξεναγήσεων στο Mauthausen Memorial. Οι σκάλες έχουν διορθωθεί και ισιώσει, έτσι ώστε οι τουρίστες να μπορούν εύκολα να ανέβουν.



Μέχρι την απελευθέρωσή του από τα συμμαχικά στρατεύματα στις 5 Μαΐου 1945, πάνω από 206.000 κρατούμενοι από όλη την Ευρώπη, γνώρισαν στο Μαουτχάουζεν ό,τι πιο απάνθρωπο μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Για τους 122.797 από αυτούς - ανάμεσά τους και 3.700 Έλληνες - η απελευθέρωση ήρθε πολύ αργά. Οι περισσότεροι είχαν ήδη πεθάνει στα κρεματόρια του Μαουτχάουζεν.





Η μαρτυρία του Καμπανέλλη από την απελευθέρωση του Μαουτχάουζεν



Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ακαδημαικός και θεατρικός συγγραφέας, υπήρξε για δυόμιση χρόνια κρατούμενος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του κολαστήριου αυτού. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης πέθανε το 2011. Σύμφωνα με το επίσημο  site www.kambanellis.gr στις 5 του Μάη 1945 , λίγο πριν από το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τανκ, γκρέμισε την πύλη του Μαουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο γράφει ο Καμπανέλλης στο βιβλίο του ‘’Μαουτχάουζεν’’.


 ''Κι αυτό το θεόσταλτο άρμα της ελευθερίας ήταν, λέει, ένα από τα αμέτρητα κι ακατανίκητα της ενδεκάτης ταξιαρχίας αρμάτων της τρίτης αμερικάνικης Στρατιάς που διοικούσε κάποιος σπουδαίος στρατηγός ονόματι Τζώρτζ Πάττον!...''

‘’Ουρλιάζαμε, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμαστε σαν διαμονισμένοι. Στριμωχνόμαστε, ποδοπατιόμαστε, για να φτάσουμε κοντά στο τανκ’’ γράφει ο Καμπάνέλλης.


Το μνημειώδες έργο του Θεοδωράκη

Το μνημειώδες έργο του Θεωδοράκη ‘’Μαουτχάουζεν’’ ο κορυφαίος Έλληνας μουσικοσυνθέτης  μελοποίησε το 1965 σε ποίηση του θεατρικού συγγραφέα και ακαδημαϊκού Ιάκωβου Καμπανέλλη.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, είχε πρωτοπαρουσιάσει το ‘’Μαουτχάουζεν’’ στον τόπο του μαρτυρίου, στο πρώην ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, τον Μάιο του 1988, σε μια ιστορική συναυλία του με τη Μαρία Φαραντούρη, την Ανατολικογερμανίδα Γκίζελα Μάι και την Ελινόαρ Μοάβ-Βενιάδη (στα ελληνικά, γερμανικά και εβραϊκά, αντίστοιχα) παρουσία του τότε καγκελάριου της Αυστρίας, Φραντς Βρανίτσκι και δεκάδων χιλιάδων προσκυνητών από όλη την Ευρώπη.
                                                                                                             Πηγές: DailyMail, Wikipedia

Ζ. ΤΟ ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ









 Η. MAUTHAUSEN MEMORIAL

 















 




Θ. ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ: ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΗ - ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ



Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου
με το καθημερνό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Κοπέλες του Άουσβιτς,
του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,
δεν είχε πια το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Κοπέλες του Μαουτχάουζεν,
κοπέλες του Μπέλσεν,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε στην παγερή πλατεία
μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.



Εκεί στη σκάλα την πλατιά
στη σκάλα των δακρύων
στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ
το λατομείο των θρήνων

Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν
Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν,
βράχο στη ράχη κουβαλούν
βράχο σταυρό θανάτου.

Εκεί ο Αντώνης τη φωνή
φωνή, φωνή ακούει
ω καμαράντ, ω καμαράντ
βόηθα ν’ ανέβω τη σκάλα.

Μα κει στη σκάλα την πλατιά
και των δακρύων τη σκάλα
τέτοια βοήθεια είναι βρισιά
τέτοια σπλαχνιά είν’ κατάρα.

Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί
και κοκκινίζει η σκάλα
κι εσύ λεβέντη μου έλα εδω
βράχο διπλό κουβάλα.

Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό
μένα με λένε Αντώνη
κι αν είσαι άντρας, έλα εδώ
στο μαρμαρένιο αλώνι.



Ο Γιάννος Μπερ απ’ το βοριά
το σύρμα δεν αντέχει.
Κάνει καρδιά, κάνει φτερά,
μες στα χωριά του κάμπου τρέχει.

"Δώσε, κυρά, λίγο ψωμί
και ρούχα για ν’ αλλάξω.
Δρόμο να κάνω έχω μακρύ,
πάν’ από λίμνες να πετάξω."

Όπου διαβεί κι όπου σταθεί
φόβος και τρόμος πέφτει.
Και μια φωνή, φριχτή φωνή
"κρυφτείτε απ’ τον δραπέτη".

"Φονιάς δεν είμαι, χριστιανοί,
θεριό για να σας φάω.
Έφυγα από τη φυλακή
στο σπίτι μου να πάω."

Α, τι θανάσιμη ερημιά
στου Μπέρτολτ Μπρεχτ τη χώρα.
Δίνουν το Γιάννο στους Ες Ες,
για σκότωμα τον πάνε τώρα.



Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος
μη με ξεχάσεις.

Χαρά του κόσμου, έλα στην πύλη
να φιληθούμε μες στο δρόμο
ν’ αγκαλιαστούμε στην πλατεία.

Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος
μη με ξεχάσεις.

Στο λατομείο ν’ αγαπηθούμε
στις κάμαρες των αερίων
στη σκάλα, στα πολυβολεία.

Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος
μη με ξεχάσεις.

Έρωτα μες στο μεσημέρι
σ’ όλα τα μέρη του θανάτου
ώσπου ν’ αφανιστεί η σκιά του.

Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος
μη με ξεχάσεις.




Η ιστορία του Αντώνη

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Μαουτχάουζεν»


 … Ο Αντώνης είχε έρθει στο Μαουτχάουζεν τον Απρίλιο του σαράντα τέσσερα. Εμείς οι παλιοί είχαμε πια οργανωθεί για καλά και για κάθε ερχομό καινούριου παίρναμε αμέσως είδηση. Τον Αντώνη όμως τον φέρανε νύχτα, τον χώσανε και στην απομόνωση απ' την πρώτη ώρα, κι έτσι πέρασε άφαντος. Ύστερα από τέσσερις μέρες, βραδάκι ήταν, ήρθε ένας Γάλλος και μας είπε πως στην «παράγκα των τιμωρημένων» είναι ένας Έλληνας και ρωτάει αν «είναι κι άλλοι Έλληνες στο Μαουτχάουζεν». Τους τιμωρημένους τους είχαν σε ξεχωριστή παράγκα και δεν ήταν εύκολο να πλησιάσεις. Οι πιο πολλοί απ' αυτούς ήταν προορισμένοι για να ξεκάμουν με ξεθεωτική δουλειά στο λατομείο. Μπορεί το χαρτί τους να 'γραφε πως τιμωρούνται με ένα ή δυο μήνες «σκληρής εργασίας». Αλλά σ' αυτού του είδους τη «σκληρή εργασία» λίγοι ήταν εκείνοι που αντέξανε πάνω από δυο – τρεις βδομάδες.

… Ξέραμε καλά τι ήταν η «σκληρή εργασία». Κατέβαιναν τρέχοντας τα 225 σκαλιά του λατομείου, έφταναν τρέχοντας τα 200 μέτρα πιο πέρα, τους φόρτωναν ένα αγκωνάρι στη ράχη, γύριζαν τρέχοντας στη σκάλα, ανέβαιναν τα 225 σκαλιά και, τρέχοντας πάλι, πήγαιναν μισό χιλιόμετρο μακριά. Αυτό γινόταν δέκα ώρες κάθε μέρα. Πληγώνονταν οι ώμοι, τα πόδια, τα σωθικά.

 Ένα βράδυ το στρατόπεδο απ' άκρη σ' άκρη μιλούσε για τον Έλληνα που δούλευε στο συνεργείο των τιμωρημένων. Τα νέα τα 'φεραν αυτοί που δούλευαν στο λατομείο κι είδαν από κοντά τι έγινε. Όταν το προσκλητήριο τελείωσε κι οι κρατούμενοι γύρισαν στις παράγκες, ο ένας τα είπε στον άλλον. Ο άλλος έτρεξε να τα πει στην παρέα του. Η παρέα σκόρπισε να μοιράσει τα νέα στις παράγκες. Οι παράγκες αδειάσανε, οι κρατούμενοι μαζεύτηκαν στους δρόμους να τα κουβεντιάσουν. Τέτοια νέα αναταράζανε το Μαουτχάουζεν. Ήταν σα μια κρυφή διανομή ελευθερίας. Εμείς μάθαμε «τι έγινε» από τους Σέρβους μιναδόρους που μέναμε μαζί στην ίδια παράγκα.

Ήταν μετά από το μεσημεριανό φαΐ. Ο Ες‐Ες επικεφαλής του συνεργείου των τιμωρημένων είχε ως εκείνη την ώρα ξεκάμει δεκαεφτά Εβραίους και Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου. Μόλις κάποιος παραπατούσε, έβαζε τους άλλους να τον σύρουνε στα συρματοπλέγματα του φράχτη. Εκεί ο Ες‐Ες τον έχωνε ανάμεσα στο φράχτη και τον πυροβολούσε. Ύστερα έγραφε σ' ένα μπλοκ:  «Ο υπ ' αριθ. 137.566 κρατούμενος, αποπειραθείς να δραπετεύσει, εξετελέσθη επί τόπου». Αυτή τη σημείωση την κρατούσε για τη βραδινή αναφορά. Έγραφε όμως, άλλη μια και την καρφίτσωνε πάνω στον σκοτωμένο: «Μόνο η πειθαρχία οδηγεί στην ελευθερία».

Σ' ένα ανέβασμα της σκάλας, ένας Εβραίος άρχισε να παραπατά. Ο Αντώνης του 'καμε νόημα να πλησιάσει. Ο Εβραίος πλησίασε κι ο Αντώνης κράτησε το δικό του αγκωνάρι με το δεξιό και με τ' αριστερό ανασήκωσε τ' αγκωνάρι του Εβραίου. Όμως αυτό έγινε κοντά στη μέση της σκάλας. Έμενε ακόμα πολύ ανέβασμα. Ο Ες‐Ες τους είδε και τους χώρισε. Διάταξε τον Εβραίο να τρέξει. Αυτός ανέβηκε λίγα σκαλοπάτια, ύστερα άφησε την πέτρα να πέσει και γονάτισε στο σκαλί. Ο Ες‐Ες πλησίασε και του είπε ν' ανοίξει το στόμα. Ο Εβραίος άνοιξε το στόμα. Ο Ες‐Ες έβγαλε το περίστροφο, το 'χωσε στο στόμα του Εβραίου και πυροβόλησε. Ύστερα γύρισε προς τον Αντώνη και στύλωσε τα μάτια πάνω του. Ο Αντώνης τον κοίταξε άφοβα, έπειτα πλησίασε στον νεκρό, φορτώθηκε και το δεύτερο αγκωνάρι και συνέχισε ν' ανεβαίνει τη σκάλα. Ο Ες‐Ες πάγωσε. Δεν είπε τίποτα, δεν έκαμε τίποτα. Όταν όμως ξαναγύρισαν στο λατομείο, για να ξαναφορτωθούν αγκωνάρια ο Ες‐Ες φώναξε τον Αντώνη να πάει κοντά. Άρχισε να βολταρίζει σα μανιακός ανάμεσα στις πέτρες και να ψάχνει. Βρήκε ένα αγκωνάρι διπλό από τ' άλλα, το 'δειξε στον Αντώνη και είπε: «Αυτό είναι δικό σου». Ο Αντώνης κοίταξε τ' αγκωνάρι, ύστερα τον Ες‐Ες, ύστερα τα σκόρπια αγκωνάρια γύρω ‐ γύρω. Όλοι οι άλλοι κάνανε πως δεν βλέπανε, πως δεν ακούγανε... Στο Μαουτχάουζεν το «ένας για όλους και όλοι για έναν» ήτανε νόμος. Τρέμανε για το τι θα 'βγαινε από τούτο το μπλέξιμο. Αυτός ο Έλληνας πήγαινε φιρί ‐ φιρί... Ο Ες‐Ες είχε κιόλας βγάλει το περίστροφό του απ ' τη θήκη, το 'τριβε νευρικά στο παντελόνι του κι ετοιμαζόταν. Ο Αντώνης σταμάτησε μπροστά σ ' ένα αγκωνάρι, ακόμα πιο μεγάλο από κείνο που του διάλεξε ο Ες‐Ες.  - Αυτό είναι το δικό μου, είπε. Και το φορτώθηκε. Σ' όλους τους δρόμους που κάνανε ως το βράδυ, σ' όλα τα κουβαλήματα ώσπου σήμανε η ώρα για μέσα, ο Αντώνης διάλεγε και φορτωνόταν τα πιο βαριά αγκωνάρια. 


Ι. DANCE ME TO THE END OF LOVE


Dance me to your beauty with a burning violin
Dance me through the panic till I'm gathered safely in
Lift me like an olive branch and be my homeward dove
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
Oh, let me see your beauty when the witnesses are gone
Let me feel you moving like they do in Babylon
Show me slowly what I only know the limits of
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
Dance me to the wedding now, dance me on and on
Dance me very tenderly and dance me very long
We're both of us beneath our love, we're both of us above
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
Dance me to the children who are asking to be born
Dance me through the curtains that our kisses have outworn
Raise a tent of shelter now, though every thread is torn
Dance me to the end of love
Dance me to your beauty with a burning violin
Dance me through the panic till I'm gathered safely in
Touch me with your naked hand or touch me with your glove
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love
Dance me to the end of love



Η ιστορία πίσω από το ερωτικό τραγούδι των κρεματορίων του θανάτου

Ο Λέοναρντ Κόεν έγραψε το «Dance me to the end of love» για να υμνήσει την ακατάλυτη δύναμη τής αγάπης, με αφορμή την τραγική εμπειρία τού εκ Θεσσαλονίκης Ελληνοεβραίου «βιολιστή του Άουσβιτς» Ιάκωβου Στρούμσα, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος από τους αξιωματικούς των Ες Ες να αποχαιρετά με κλασική μουσική και εμβατήρια συγγενείς και φίλους που όδευαν προς τους θαλάμους αερίων.

Το πραγματικό θέμα του τραγουδιού είναι όντως η απώλεια αγαπημένων προσώπων που ξεψύχησαν στους θαλάμους αερίων, στις αίθουσες βασανιστηρίων ή στα βιομηχανικά εργοτάξια της ναζιστικής εθνοκάθαρσης, και κατά προέκταση η προσωρινή απώλεια της πίστης στη δύναμη της αγάπης ως σωτήριας λύσης στα προβλήματα της ανθρωπότητας, συνεπεία του απόλυτου σοκ της τήξης εκατομμυρίων αθώων θυμάτων στις υψικαμίνους των στρατοπέδων εξόντωσης.

«Ο Ιάκωβος Στρούμσα, με την καρδιά του ραγισμένη και την ψυχή του στον πάγο, προσπαθούσε να βάλει φωτιά στην ερμηνεία του, εμπνέοντας και την υπόλοιπη ορχήστρα, ώστε να μην τιμωρηθούν συλλήβδην από τους “εκλεπτυσμένης κλασικής παιδείας” αξιωματικούς των SS που τους επέβλεπαν. Έπαιζαν μουσική για την τελευταία πνοή των παιδιών τους, των συζύγων τους, των αδελφιών τους, των γονιών τους!»

Ο Κόεν τραγουδά εκ μέρους μιας γυναίκας. Μιας συγκεκριμένης γυναίκας, η οποία ξεψύχησε στο Άουσβιτς. Πρόκειται για τη σύζυγο του Στρούμσα. Μέσα από τη φωνή του και με τους στίχους του, εκείνη απευθύνεται στον αγαπημένο της για τελευταία φορά, καθώς σπρώχνεται μέσα στο γενικευμένο ΠΑΝΙΚΟ προς τους θαλάμους αερίων και τους φούρνους, αναζητώντας μια ύστατη ευλογία απαντοχής και αναπτέρωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, προσπαθώντας να αποχαιρετίσει τον κόσμο τυλιγμένη στην αγάπη που της χάρισε η ζωή, η ζωή που ήταν καταδικασμένη από τους ναζί να σβήσει εντός ολίγων λεπτών με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Απέναντί της, ο αγαπημένος της παίζει βιολί σε αυτήν την ύστατη συνάντησή τους, παρηγορώντας την, προτού εκείνη αποχωρίσει για πάντα από τη σκηνή και από τη ζωή του βιολιστή και από τη ζωή της αγάπης. Εκείνη τον παρακαλά, τον παροτρύνει: «Dance me to the end of love». Αυτήν την εικόνα μελοποίησε ο Κόεν.


ΙΑ. ΤΟ ΛΥΠΗΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΘΛΙΒΕΡΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ



Μπερτολτ Μπρεχτ, «Γερμανία, χλωμή μητέρα»

“Ας μιλήσουν άλλοι αν το επιθυμούν για τη ντροπή τους, εγώ μιλώ για τη δικιά μου.”

 Ω Γερμανία, χλωμή μητέρα!
Πώς μολυσμένη κάθεσαι/ στους λαούς αναμεσό.
Ανάμεσα στους λεκιασμένους/ ξεχωρίζεις.

Ο πιο φτωχός από τους γιους σου/ κείτεται χτυπημένος.
Όταν η πείνα του ήταν μεγάλη/ οι άλλοι οι γιοι σου
σηκώσανε το χέρι ενάντιά του./ Αυτό διαδόθηκε.

Με τα χέρια τους έτσι σηκωμένα
σηκωμένα ενάντια στον αδερφό τους
σε περιτριγυρίζουνε όλο αναίδεια τώρα
και μες στα μούτρα σου γελάνε./ Αυτό το ξέρουμε.

Μέσα στο σπίτι σου, αυτό που ψέμα είναι
δυνατά το ουρλιάζουν
μα η αλήθεια πρέπει να σιωπήσει.
Είναι έτσι;

Γιατί σ’ εγκωμιάζουνε από ολόγυρα οι καταπιεστές, ενώ
οι καταπιεσμένοι ένοχη σε κηρύσσουν;
Ο ι εκμεταλλευόμενοι/ σε δείχνουν με το δάχτυλο, μα
οι εκμεταλλευτές παινεύουνε το σύστημα
που εφευρέθηκε στο σπίτι σου!

Και την ίδια ώρα όλοι σε βλέπουν
να κρύβεις τον ποδόγυρο της φούστας σου
που ματωμένος είναι/ απ’ το αίμα του καλύτερου γιου σου.

Όποιος ακούει τους λόγους που αντηχούν στο σπίτι σου,
βάζει τα γέλια./ Μα όποιος σε δει, αρπάζει το μαχαίρι
όπως θα ‘κανε στην εμφάνιση μιας λησταρχίνας.

Ω Γερμανία, χλωμή μητέρα!
Πώς καταφέρανε οι γιοι σου να σε κάνουνε έτσι
που στους λαούς αναμεσό να κάθεσαι
σαν κοροϊδία ή τρόμος!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου