Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

ΠΡΩΪΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ "ΕΛΕΝΗ"


 
Α. Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Στα πλαίσια της διδασκαλίας της "Ελένης" του Ευριπίδη,
 οι μαθητές της Γ΄τάξης του σχολείου μας, με τη συνοδεία των διδασκόντων καθηγητών τους, πραγματοποίησαν στις 12-2-2019 (Γ3,Γ4) και στις 14-2-2019 (Γ1,Γ2) 
εκπαιδευτική επίσκεψη στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. 
Ξεκινώντας από την Πύλη του Αδριανού και τους στύλους του Ολυμπίου Διός 
επισκεφθήκαμε και ασχοληθήκαμε ιδιαίτερα 
με το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη, το Διονυσιακό Θέατρο, 
το Ηρώδειο και τον λόφο της Πνύκας. 
Μας δόθηκε επίσης η ευκαιρία να δούμε για λίγο και να αναφερθούμε στον στρατηγό Μακρυγιάννη, στον Απόστολο Παύλο, στον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη, 
στο αναφερόμενο από τον Παυσανία ως δεσμωτήριο του Σωκράτη, στο μνημείο του Φιλοπάπου, 
στο ιερό του Πάνα και στον ναό του Ηφαίστου και της Αθηνάς Εργάνης. 
Μετά από ένα πρόχειρο γεύμα στη περιοχή του Θησείου 
διασκεδάσαμε στο Μουσείο Ψευδαισθήσεων 
και είδαμε 
για μια ακόμα φορά 
ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.

Συνοδοί καθηγητές:

Κότσιρας Ιωάννης
Γεωργίου Γιώργος
Κυλιντηρέας Νίκος
Λεοντσίνη Αντζολέτα
Μουρουσάκη Σοφία




 
Β. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ




 ΟΙ ΣΤΥΛΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΔΙΟΣ ΚΑΙ 
Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΑΔΡΙΑΝΟΥ

Οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός αποτελούν τα ερείπια του ναού του Ολυμπίου Διός που ήταν ο μεγαλύτερος ναός της αρχαιότητας και ήταν αφιερωμένος στο Δία, το βασιλιά των Θεών.

Το Ιερό του Ολυμπίου Διός, ένα από τα σημαντικότερα και αρχαιότερα ιερά της Αθήνας ιδρύθηκε κατά την παράδοση που διέσωσε ο περιηγητής Παυσανίας, από τον Δευκαλίωνα γενάρχη των Ελλήνων προς τιμή του Δία ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία του μετά τον κατακλυσμό.

Η κατασκευή του ναού ξεκίνησε τον 6ο αιώνα π.Χ. κατά τη διάρκεια της τυραννίας του Πεισίστρατου, αλλά δεν ολοκληρώθηκε παρά μόνο με τη βασιλεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού, το 2ο αιώνα π.Χ.

Δεκαπέντε κίονες του ναού παραμένουν όρθιες σήμερα, ενώ ο δέκατος έκτος κίονας έπεσε στο έδαφος σε μια καταιγίδα του 1852. Δυστυχώς δεν έχει διασωθεί τίποτα από το μεγάλο άγαλμα του Δία που βρισκόταν στο εσωτερικό του ναού.

 


Είναι βέβαιο ότι έχουμε ακούσει πολλούς, σε διάφορες χρονικές στιγμές, να κάνουν λόγο για τις περίφημες στήλες του ναού του Ολυμπίου Διός, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Αθήνας. Άλλοι πάλι μιλούν για τους σωζόμενους στύλους του ίδιου ναού.

Ειδικότερα, όμως, η μεν στήλη (πληθ. στήλες) σημαίνει κατ’ αρχήν μια μεγάλη, ορθίως τοποθετημένη πλάκα μνημειακού ή διακοσμητικού χαρακτήρα, ο δε στύλος (πληθ. στύλοι) μια ψηλή και επιμήκη, συνήθως κυλινδρική κατασκευή ή σώμα, που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα. 

Κατά την αρχαιότητα η στήλη, η πλάκα που στηνόταν όρθια σε τάφους ή σε δημόσιους χώρους, μπορούσε να είναι λεία ή να έχει υποστεί επεξεργασία και να φέρει επιγραφή, ψήφισμα, ανάγλυφη παράσταση κ.λπ. (επιτύμβια ή επιτάφια στήλη, αναθηματική στήλη, τιμητική στήλη, ψηφισματική στήλη).

Όσον αφορά τις υπόλοιπες χρήσεις της λέξης στήλη στη νέα ελληνική γλώσσα, αξίζει να σταθούμε στις στήλες μιας εφημερίδας, ενός περιοδικού ή ενός εντύπου (κοσμική στήλη, αθλητική στήλη κ.λπ.), στη σπονδυλική στήλη (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς), στην ηλεκτρική στήλη (ευρέως γνωστή ως μπαταρία), αλλά και στη φράση «μένω στήλη άλατος» (δηλαδή, μένω ακίνητος από έκπληξη, εκπλήσσομαι στον ύψιστο βαθμό).

Αναφορικά με το στύλο, πρέπει να προσθέσουμε στα προαναφερθέντα ότι η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμο της κολόνας και του κίονα, των γνωστών σε όλους μας αρχιτεκτονικών μελών ναών, στοών, οικοδομημάτων κ.λπ., όταν γίνεται λόγος για τις κυλινδρικές κατασκευές της ΔΕΗ, του ΟΤΕ κ.λπ., αλλά ακόμη και με μεταφορική έννοια (π.χ., ο πατέρας μας υπήρξε ο στύλος της οικογένειάς μας).

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό από τα ανωτέρω, όταν αναφερόμαστε στον αρχαιολογικό χώρο του Ολυμπιείου, ανατολικά – νοτιοανατολικά της Ακρόπολης, πρέπει να μεταχειριζόμαστε τη λέξη στύλος και όχι τη λέξη στήλη, δηλαδή να κάνουμε λόγο για τους στύλους και όχι για τις στήλες του Ολυμπίου Διός


Σε κοντινή απόσταση από τους Στύλους του Διός, βρίσκεται η Πύλη του Αδριανού, μια ρωμαϊκή αψίδα πάνω από τον αρχαίο δρόμο που ξεκινούσε από το κέντρο της πόλης προς τα κτίρια της ανατολικής πλευράς της πόλης, συμπεριλαμβανομένου και του ναού του Δία.

Όπως λέγεται, η αψίδα αυτή χτίστηκε για να γιορτάσει η πόλη την άφιξη του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ανδριανού και να τον τιμήσει για τα μεγάλα ευεργετήματα που πρόσφερε σε αυτή και κυρίως γι αυτό της κατασκευής του ναού του Ολύμπιου Διός το 131 ή το 132 π.Χ.

 Υπήρχαν δύο επιγραφές, μία σε κάθε πλευρά της αψίδας ονομάζοντας το Θησέα και τον Αδριανό ως τους ιδρυτές της πόλης. Έτσι στη μια πλευρά η επιγραφή έλεγε: "Αυτή είναι η Αθήνα, η πόλη του Θησέα" και στην άλλη πλευρά η επιγραφή έλεγε: "Αυτή είναι η πόλη του Αδριανού, όχι του Θησέα".






 ΧΟΡΗΓΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΛΥΣΙΚΡΑΤΗ

Η αθηναϊκή πολιτεία αντί φορολογίας πλούσιων Αθηναίων ή και μετοίκων τους ανέθετε να αναλαμβάνουν τα έξοδα του ανεβάσματος των παραστάσεων. Όταν το έργο, για το οποίο είχαν αναλάβει τα έξοδο,  κέρδιζε βραβείο, ο χορηγός ανταμειβόταν από την πόλη με έναν τρίποδα χάλκινο ή επίχρυσο. Τον τρίποδα αυτό τοποθετούσε  επάνω σε χορηγικό μνημείο, αφιερωμένο στον Διόνυσο. 

Η οδός Τριπόδων πήρε το όνομά της από την τοποθέτηση αυτών των τριπόδων δεξιά και αριστερά του δρόμου. Οι Αθηναίοι έκαναν τη βόλτα τους στην Τριπόδων για να θαυμάσουν τα μνημεία αυτά και να διαβάσουν ταυτόχρονα και τα ονόματα των νικητών χορηγών.




Το μνημείο του Λυσικράτη κτίσθηκε το 333 – 334 π.Χ. Στο μνημείο αναφέρονται τα βασικά στοιχεία που έπρεπε ως λογικό να υπάρχουν. 



 «Λυσικράτης Λυσιθέου Κικυνεύς εχορήγει

 Ακαμαντίς παίδων ενίκα, Θέων ηύλει, Λυσιάδης Αθηναίος εδίδασκε Ευαίνετος ήρχε». 





Στη ζωφόρο υπάρχουν ανάγλυφες παραστάσεις με θέμα την περιπέτεια του θεού Διονύσου με τους Τυρρηνούς πειρατές. Οι πειρατές είχαν αιχμαλωτίσει τον θεό χωρίς όμως να γνωρίζουν ποιος είναι και είχαν σκοπό να τον πουλήσουν ως δούλο. Ο Διόνυσος, αφού ελευθερώθηκε, τους τιμώρησε με τη βοήθεια των σατύρων μεταμορφώνοντάς τους σε δελφίνια.  Ο Διόνυσος στη ζωφόρο του μνημείου εμφανίζεται να κάθεται ήσυχος πάνω σε βράχο και νικητής πλέον να παρακολουθεί την καταδίωξη των πειρατών από τους Σάτυρους, εκ των οποίων άλλοι κόβουν κλαδιά από δέντρα, άλλοι χτυπούν τους πειρατές, άλλοι τους καταδιώκουν μέχρι τη θάλασσα, όπου μεταμορφώνονται σε δελφίνια, και άλλοι ξεφαντώνουν πίνοντας από τον κρατήρα. Η επιλογή του θέματος δεν ήταν βέβαια τυχαία αφού είχε σκοπό όχι μόνο να διακοσμήσει το μνημείο αλλά να τιμήσει και  τον θεό, προ τιμήν του οποίου γινόταν οι αγώνες. 
  
Το κιονόκρανο, ο θριγκός και το γείσο του Μνημείου του Λυσικράτη (Φανάρι του Διογένη). Διακρίνεται και τμήμα ανάγλυφου τρίποδα.

 




Το ύψος του έφθανε τα  10,30 μέτρα και στολιζόταν με έλικες και φυτικά κοσμήματα. Πάνω σ” αυτό το ψηλό βάθρο, ήταν στημένος ο χορηγικός τρίποδας που στηριζόταν από δυο αγάλματα του Σατύρου και του Δελφίνου.





Είναι η πρώτη ίσως φορά που έχουμε εμφάνιση και  εφαρμογή του κορινθιακού ρυθμού, γεγονός που καθιστά το Μνημείο ακόμα πιο σημαντικό. Για πολλά χρόνια ήταν το μόνο γνωστό στην Ευρώπη παράδειγμα κορινθιακού αρχιτεκτονήματος της κλασικής περιόδου και το μόνο σωζόμενο κυκλικό κτίσμα της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μνημείο να αντιγραφεί  τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό την εποχή της αναβίωσης του κλασικισμού.




Στα μεσαιωνικά χρόνια θεωρούσαν ότι η άκανθος ήταν η βάση κάποιου φαναριού και εξαιτίας αυτού πήρε την ονομασία «λύχνος», φανάρι ή κάνδυλος του Διογένους,  υπενθυμίζοντας στον κόσμο το Φανάρι με τον Διογένη, τον οποίο η παράδοση παρουσίαζε να περπατά κρατώντας φανάρι ψάχνοντας απεγνωσμένα στην αρχαία αγορά για «ανθρώπους». Κατά μία μάλιστα παράδοση θεωρείται ότι ο κυνικός φιλόσοφος έμεινε για ένα διάστημα εκεί. Ακόμα λεγόταν και «φανάρι» του Δημοσθένους καθώς ο ρήτορας Δημοσθένης είχε τη συνήθεια να μελετά έως αργά τη νύχτα.



Στον αρχαιολογικό χώρο της Πλάκας, στην πλατεία Λυσικράτους, έχουν εντοπιστεί τα θεμέλια 4 χορηγικών μνημείων. Εκτός αρχαιολογικού χώρου, οι ανασκαφές των τελευταίων ετών έχουν φέρει στο φως θεμέλια από δέκα περίπου χορηγικά μνημεία στις οδούς Βάκχου, Βύρωνος, Σέλλεϊ και Τριπόδων. Τα ευρήματα αυτά εντοπίστηκαν σε κατοικίες ή αυλές κατοικιών.



Λίγοι γνωρίζουν ότι την καλή κατάσταση του μνημείου την οφείλουμε σε ένα βαθμό στους Καπουτσίνους μοναχούς που το διαφύλαξαν για 150 χρόνια, ενσωματώνοντάς το στο μοναστήρι τους.

Οι Καπουτσίνοι, όπως και άλλα καθολικά μοναχικά τάγματα, ήρθαν στην Αθήνα τον 17ο αιώνα και το 1669 αγόρασαν το σπίτι μέσα στην αυλή του οποίου βρισκόταν το μνημείο από τον τότε έλληνα ιδιοκτήτη του.

Ήταν μια περιπετειώδης αγοραπωλησία: λίγο αργότερα ο ιδιοκτήτης μετάνιωσε και προσέφυγε στους δημογέροντες της Αθήνας, οι οποίοι και ακύρωσαν την πώληση.

Οι Καπουτσίνοι με τη σειρά τους προσέφυγαν στον καδή (οθωμανό δικαστή), ο οποίος ακύρωσε με τη σειρά του τα όποια δικαιώματα του έλληνα «ιδιοκτήτη» πάνω στο μνημείο, αφού σύμφωνα με τον οθωμανικό νόμο όλα τα αρχαία μνημεία ανήκαν στο Σουλτάνο.

Ζυγίζοντας σοφά την κατάσταση ο καδής τελικά παραχώρησε στους Καπουτσίνους μόνο τη χρήση του μνημείου με τον όρο να διαφυλαχθεί και να επιτρέπεται η πρόσβαση όλων σε αυτό.

Και πράγματι, όταν ο Έλγιν προσπάθησε να δωροδοκήσει τους Καπουτσίνους με ένα σημαντικό ποσό για να μεταφέρει το μνημείο στη Αγγλία, ο τότε ηγούμενός τους αρνήθηκε…

Ευχάριστοι ως άνθρωποι, μορφωμένοι και με πραγματικό ενδιαφέρον για την Αθήνα αλλά και για τους κατοίκους της, τους οποίους φρόντιζαν με τις γνώσεις ιατρικής που κατείχαν, οι Καπουτσίνοι ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί τόσο στους Αθηναίους όσο και στους ξένους περιηγητές που επισκέπτονταν
την πόλη.


Το μνημείο ενσωματωμένο με το μοναστήρι των Καπουτσίνων. Δεξιά φαίνεται  η αρχαία οδός Τριπόδων. Αθήνα 1755. Έργο του Γάλλου αρχιτέκτονα Julien-David Leroy.


ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Ορθόδοξος καθεδρικός ναός Αγίων Πάντων, εξωτερική όψη, Κάμντεν Τάουν, Λονδίνο.


Merchants' Exchange Building (Philadelphia): Είναι το παλαιότερο ιστορικό κτίριο χρηματιστηριακών συναλλαγών στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά τώρα χρησιμοποιείται ως έδρα του Εθνικού Ιστορικού Πάρκου Ανεξαρτησίας.

Ο φάρος Portland Breakwater Light στην Αγγλία.

Eκθαμβωτικό το κτίριο «San Remo» δύο πύργων με μαγευτική θέα στο «Central Park».

Μνημείο Στρατιωτών και Ναυτικών (Μανχάταν), ΗΠΑ.

Από την Αθήνα στην άλλη άκρη του κόσμου: το αντίγραφο του χορηγικού μνημείου του Λυσικράτη στέκεται όρθιο για 73 χρόνια στον Βασιλικό Βοτανικό Κήπο του Σίδνεϊ. Την ομορφιά του μνημείου ζήλεψε και ο Άγγλος ύπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων, Τζον Γιανγκ που όταν πήγε το 1870 στο Σίδνεϊ έπεισε τον τότε Πρωθυπουργό και δημιούργησαν ένα αντίγραφό του, το οποίο σήμερα βρίσκεται στο Βασιλικό Βοτανικό κήπο του Σίδνεϊ.

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ  ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ 


Ο Μακρυγιάννης ήταν ένας από τους κορυφαίους αγωνιστές του ’21. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τριανταφύλλου. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τον αποκαλούσαν «Μακρυγιάννη» για το ψηλό του ανάστημα, όνομα που το κράτησε και με αυτό παρέμεινε στην ιστορία.

Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε με στερήσεις και κακουχίες. Το 1804 κατά το διωγμό των κλεφτών ο πατέρας του σκοτώθηκε και ο Μακρυγιάννης, μόλις εφτά χρονών, άρχισε να δουλεύει για να συντηρήσει τον εαυτό του. Στα 1811 πάει στην Άρτα όπου και προσλαμβάνεται στη δούλεψη του προύχοντα Αθανάσιου Λιδωρίκη. Το 1817 επιδόθηκε στο εμπόριο και χάρη στο ζήλο και την εργατικότητά του κατάφερε να αποκτήσει σημαντικά κέρδη και να καλυτερεύσει τη ζωή του. 

Η εμπορική του δραστηριότητα στην Άρτα κράτησε ως το 1820. Τότε όμως τα σουλτανικά στρατεύματα τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν επειδή τάχα ήταν όργανο του Αλή Πασά. Ωστόσο, κατόρθωσε να δραπετεύσει, κατέφυγε στα βουνά και ακολούθησε τον αρματολό Γώγο Μπακόλα. Στο μεταξύ είχε ήδη (1820) μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και είχε αποφασίσει με καρδιά και νου να παλέψει για την ανάσταση της φυλής του. Στη συνέχεια στρατολόγησε το πρώτο του σώμα και έφθασε στην Αθήνα. Το 1822 διορίστηκε υποδιοικητής του Κάστρου (της Ακρόπολης) με διοικητή τον Ιωάννη Γκούρα και αρχηγό της Ανατολικής Ελλάδας τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε από τον Άρειο Πάγο Πολιτάρχης (αστυνόμος) των Αθηνών. 

Στο ίδιο χρονικό διάστημα, συμμετέχει ενεργά σε μάχες που έκριναν την εξέλιξη της Επανάστασης του ’21. Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην ιστορική για τα αποτελέσματά της μάχη των Μύλων όπου ο Ιμπραήμ Πασάς υπέστη πανωλεθρία και αναγκάστηκε να υποχωρήσει (Ιούνιος 1825). Ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Κιουταχής κατέλαβε την Αθήνα, ο Μακρυγιάννης οχυρώθηκε στον Σερπετζέ ( Ωδείο Ηρώδη του Αττικού) και αντέταξε σθεναρή αντίσταση. Κατά τη μάχη του Σερπετζέ μετά από φοβερό αγώνα κατόρθωσε να αποκρούσει τους επιτιθέμενους και να σώσει την Ακρόπολη.  Πολέμησε επίσης στην εκστρατεία της Αττικής, στις επιθέσεις της Καστέλλας και του Πειραιά που είχαν ως τελικό αποτέλεσμα την ήττα των Ελλήνων(Απρίλιος 1827)και την παράδοση της Ακρόπολης στους Τούρκους. 

Ο Καραϊσκάκης και ο Μακρυγιάννης στην Ακρόπολη των Αθηνών σε ελαιογραφία του Θεόδωρου Βρυζάκη

 Βαθιά λυπημένος απ’ όλα αυτά τα γεγονότα ο Μακρυγιάννης, απογοητευμένος με την κυβέρνηση και τις διχόνοιες, βασανισμένος από τις πληγές που έφερε σ’ όλο του το σώμα (είχε τραυματιστεί βαριά και στη μάχη των Μύλων και στη μάχη του Σερπετζέ) απομακρύνθηκε από τη στρατιωτική και πολιτική ζωή. Με την κάθοδο του Καποδίστρια διορίζεται αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης στο Μοριά, θέση που του αφαιρέθηκε, όταν παρασυρμένος από τον Ιωάννη Κωλέττη χρησιμοποίησε τη στρατιωτική δύναμη που διέθετε για να επιβάλει συνταγματικό πολίτευμα στον Καποδίστρια, πράγμα που δυσαρέστησε τον κυβερνήτη. 

Κατά την περίοδο της αντιβασιλείας του Όθωνα ο Μακρυγιάννης κατηγορούσε την κυβέρνηση ως απολυταρχική και ζητούσε Σύνταγμα, μ’ όλο που τον περιέβαλλαν με ιδιαίτερη εκτίμηση και του απένειμαν το βαθμό του συνταγματάρχη. Το 1840 άρχισε να οργανώνει τον αγώνα υπέρ της επιβολής του Συντάγματος και πρωτοστάτησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 για την παραχώρησή του από τη βαυαρική δυναστεία. Υπήρξε τόσο κατηγορηματικός στην προσπάθειά του για επιβολή των πραγματικών ελευθεριών ώστε κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του βασιλιά , συνελήφθη (1851),δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετριάστηκε σταδιακά, έμεινε στη φυλακή δυο χρόνια για να αποφυλακιστεί τελικά (1854) με τη μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη. Η υγεία του όμως από τις κακουχίες και τη βαναυσότητα της φυλακής κλονίστηκε. Έτσι ο Μακρυγιάννης απομονώθηκε στο σπίτι του κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός (η συνοικία αυτή φέρει μέχρι σήμερα το όνομά του "Μακρυγιάννη") όπου και πέθανε στις 27 Απριλίου1864... Πριν λίγες μέρες είχε προαχθεί από την τότε κυβέρνηση στο βαθμό του αντιστράτηγου! 

Εκτός όμως από τις ηρωικές του πράξεις και το παράδειγμά του αυτός ο μεγάλος Έλληνας κληροδότησε στις νεότερες γενιές ένα αθάνατο μνημείο ύφους, ήθους, λόγου και περιεχομένου, τα Απομνημονεύματά του. Άρχισε να τα γράφει στο Άργος (26 Φεβρουαρίου 1829) με σκοπό να διδάξει και να φρονηματίσει τους μεταγενέστερους και συνέχισε μέχρι το 1851 ώσπου η καταδίκη του και οι άλλες δραματικές περιπέτειες της ζωής του τον ανάγκασαν να σταματήσει. Σε όλη τη διάρκεια των δύσκολων καιρών φροντίζει με κάθε τρόπο να διαφυλάξει το χειρόγραφό του γιατί πιστεύει ότι και μ’ αυτό τον τρόπο κάνει το καθήκον του απέναντι στον τόπο και την ιστορία του. Η αποκατάσταση και δημοσίευση (1907)  των Απομνημονευμάτων  οφείλεται  Γιάννη Βλαχογιάννη που με εξαιρετική φροντίδα επιμελήθηκε και εξέδωσε το έργο του στρατηγού Μακρυγιάννη.


 Το έργο στην αρχή πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Εκτός από τον Παλαμά κανείς σχεδόν δεν αντιλήφθηκε τη σημασία του. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για ν’ ασχοληθούν μαζί του λογοτέχνες και κριτικοί και να φέρουν τον Μακρυγιάννη και το έργο του στο προσκήνιο της πνευματικής μας ζωής. Τι οδηγεί το Γιώργο Σεφέρη να πιστεύει πως ένα έργο σαν του Μακρυγιάννη είναι η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού, πως αποτελεί μια πολύτιμη διαθήκη και να θεωρεί τον Μακρυγιάννη μαζί με τον Παπαδιαμάντη ως τους μεγαλύτερους πεζογράφους της Ελληνικής Λογοτεχνίας; Το ότι αποτυπώνοντας το βίο του πάνω στο χαρτί ξεδιπλώνει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του ελληνισμού, ότι η ιστορία του είναι περισσότερο από μια ιστορία γεγονότων. Είναι μια ιστορία των συναισθημάτων του λαού του... πως αυτός ο αγράμματος και ταπεινός για την αμάθειά του μέσα από αυτό το απελέκητο γράψιμο αναδεικνύει μια σπάνια καλλιέργεια και ευαισθησία... πως πέρα από την καταγραφή σημαντικών ιστορικών γεγονότων, την κριτική που ασκεί, τον αντίλογο στο ψεύδος και την υποκρισία, τη δίψα για δικαιοσύνη, μας προσφέρει ένα μεγάλο μάθημα εθνικής αυτογνωσίας. Κι όλα τούτα χαράζοντας στο χαρτί τη γλώσσα που μιλάει με τη ρουμελιώτικη προφορά, αποτυπώνοντας την ίδια του τη φωνή με σοφία, εκφραστική αμεσότητα και απλότητα και με τη μαστοριά του προικισμένου λαϊκού αφηγητή.      




ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΕΩΣ 


Τα κατάλοιπα του θεάτρου του Διονύσου Ελευθερέως δεσπόζουν στο ανατολικό τμήμα της νότιας πλαγιάς της Ακρόπολης. Ο χώρος αυτός έχει συνδεθεί με τη γένεση και εξέλιξη ενός από τα κορυφαία επιτεύγματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, δηλ. του δράματος και της σύλληψης του θεάτρου ως καλλιτεχνικής και αρχιτεκτονικής δημιουργίας.

 Εδώ πρωτοδιδάχτηκαν τα κορυφαία έργα των μεγάλων κλασικών δραματικών ποιητών, Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Μενάνδρου, τα οποία όχι μόνο παίδευσαν πολύπλευρα το αθηναϊκό κοινό και συνέβαλαν καθοριστικά στο συνεχή επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας του αθηναίου πολίτη ως μέλους του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά έως σήμερα συνιστούν πνευματική παρακαταθήκη για όλη την ανθρωπότητα.

Ο αρχιτεκτονικός κυκλικός σχεδιασμός μάλιστα του ολόλιθου αθηναϊκού θέατρου και η υλοποίησή του σε ένα κατωφερές έδαφος κατέχει στην ιστορία της αρχιτεκτονικής των θεατρικών χώρων αρχετυπικό ρόλο, αφού εδώ εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, περίπου το 350 π.Χ., και στο εξής απετέλεσε πρότυπο για όλους τους θεατρικούς χώρους. 



 

Το αθηναϊκό θέατρο δέχθηκε καταστροφές, αλλαγές χρήσης και συλήσεις του υλικού του και για πολλούς αιώνες είχε καλυφθεί με παχιές επιχώσεις. Με την αποκάλυψή του το 1862 η γένεση και οι εξελικτικές φάσεις του στάθηκαν αντικείμενο μελέτης πολλών διακεκριμένων επιστημόνων διεθνώς. Το μεγαλύτερο μέρος των σήμερα σωζομένων καταλοίπων ανήκουν, με τις όποιες μεταγενέστερες μετατροπές και αλλαγές, στη μνημειακή ολόλιθη ανακαίνιση του αθηναϊκού θεάτρου των ετών 350-320 π.Χ. περίπου, η οποία εκκίνησε επί Ευβούλου, αλλά ολοκληρώθηκε από τον ρήτορα και διαχειριστή επί των οικονομικών Λυκούργο (334-326 π.Χ.), που υπήρξε θαυμαστής των μεγάλων Τραγικών ποιητών του 5ου αι. π.Χ. και των επιτευγμάτων της εποχής του Περικλή.

Η ανάπτυξη του θεατρικού χώρου συνδέεται άμεσα με την εγκαθίδρυση της λατρείας του Διονύσου Ελευθερέως στη βάση της νότιας πλαγιάς της Ακρόπολης. Η παράδοση λέει ότι αυτή εισήχθη από την πόλη των Ελευθερών, ευρισκόμενη στα αττικοβοιωτικά σύνορα, κατά πάσα πιθανότητα από τον τύραννο Πεισίστρατο μεταξύ του 560-530 π.Χ. Τότε καθιερώθηκε και η μεγάλη λαϊκή εορτή των αστικών Διονυσίων, που εορταζόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα κάθε έτος τέλη Μαρτίου/αρχές Απριλίου, τον αττικό μήνα Ελαφηβολιώνα. Ο αρχαίος ναός με το ιδρυτικό ξόανο του θεού και ο βωμός, γύρω από τον οποίο ετελούντο αρχικά θρησκευτικά δρώμενα με παρασταστικό χαρακτήρα απετέλεσε τον πυρήνα της εξέλιξης του θεατρικού χώρου, άμεσα βόρεια αυτού. Αντίστοιχα στην τελετουργική όρχηση των λατρευτών με μεταμφίεση σατύρων ή ζώων, που τραγουδούσαν με συνοδεία αυλού τον διθύραμβο (ιερό τραγούδι με θέματα από τη μυθολογία του Διονύσου) γύρω από το βωμό, πρέπει να αναζητηθεί το γενεσιουργό κύτταρο του αρχαίου δράματος.

Οι λιγοστές αναφορές των αρχαίων πηγών στα περίφημα ίκρια του αθηναϊκού θεάτρου και σε καταρρεύσεις, που συνέβησαν στις αρχές και στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι το θέατρο των μεγάλων Τραγικών ποιητών ήταν από ξύλο και τα καθίσματα διαμορφωνόταν πάνω σε ψηλά ικριώματα, όχι πάντα ασφαλή στατικά. Η διάρκεια αυτού του θεάτρου με όποιες αλλαγές και μετατροπές θα πρέπει να τοποθετηθεί τουλάχιστον από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. έως την οικοδόμηση του νέου μνημειακού λίθινου θεάτρου, γύρω στο 350 π.Χ. Η έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων έως πρόσφατα οδηγούσε πολλούς ερευνητές να πιστεύουν ότι αυτό ήταν προσωρινού χαρακτήρα και δεν θα είχαν διατηρηθεί κάποιες αρχαιολογικές ενδείξεις γι' αυτό. Πρόσφατες μικρές ανασκαφικές διερευνήσεις στο πλαίσιο των αναστηλωτικών έργων της Επιστημονικής Επιτροπής Μνημείων Νότιας Κλιτύος έδωσαν τα πρώτα ασφαλή στοιχεία για το ξύλινο θέατρο. Η αποκάλυψη των οπών έδρασης των ορθογώνιας διατομής ικρίων, οι θέσεις εύρεσης, τα αποτυπώματα της δομής του ξύλου, που αποκαλύφθηκαν με «χειρουργική» ανασκαφή στα χωμάτινα τοιχώματα των οπών, κατέδειξαν ότι το κλασικό ξύλινο θέατρο ήταν μόνιμου χαρακτήρα. Από τον ύστερο 6ον π.Χ. έως τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. το πλάτωμα της ορχήστρας συνιστούσε το κέντρο των θεατρικών δρώμενων, ενώ τα ξύλινα έδρανα, πιθανότατα σε πειόσχημη διάταξη περί την ορχήστρα, εδράζονταν βαθμιδωτά πάνω σε ένα πυκνό «δάσος» ψηλών ικρίων. Σε αυτή την καθοριστική φάση εξέλιξης των ειδών του δράματος και κυρίως της τραγωδίας ο σκηνικός χώρος πιθανότατα υποδηλωνόταν με κινητά στοιχεία ή πρόχειρες κατασκευές.

Από τα μέσα περίπου του 5ου αι. π.Χ. οι σωζόμενες τραγωδίες μαρτυρούν σοβαρές δραματουργικές αλλαγές και την ανάγκη σταθερού σκηνικού οικοδομήματος με τρεις θύρες και θεατρικό εξοπλισμό (θεατρική μηχανή, εκκύκλημα). Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες φαίνεται ότι την εποχή του Περικλή ξεκίνησε ένα ευρύ πρόγραμμα ανακαίνισης του θρησκευτικού και πολιτιστικού κέντρου της νότιας κλιτύος με την οικοδόμηση του περίφημου Ωδείου, την κατασκευή λίθινου θεάτρου και την ανακαίνιση του ιερού. Η οικοδόμηση του νέου θεάτρου δεν κατέστη εν πολλοίς δυνατή λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης της Αθήνας με το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.). Τμήματα ορθογώνιων λίθινων καθισμάτων με επιγραφές σχετίζονται με την ανακαίνιση της πρώτης σειράς των διακεκριμένων θέσεων (Προεδρία) του ξύλινου θεάτρου. Συγκριτικά οικοδομικά στοιχεία του 5ου αι. π.Χ., καθώς και επιγραφικές μαρτυρίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρώτο σταθερό σκηνικό οικοδόμημα που ανέβηκαν τα μεγάλα έργα των Τραγικών (2ο μισό του 5ου αι. π.Χ.) θα πρέπει να ήταν κτισμένο σε λίθινο θεμέλιο με πλινθόκτιστους τοίχους ενισχυμένους με ξυλοδεσιές και επιχρισμένους, αλλά με πλούσια σκηνογραφικά στοιχεία στην όψη προς τον χώρο των θεατών. Η περίφημη θεατρική μηχανή ήταν σταθερή και δίκωλη (στηριζόμενη σε δύο πόδια) και εδραζόταν σε ένα στιβαρό θεμέλιο (θεμέλιο Τ) στο πίσω μέρος του εσωτερικού της σκηνής.

Η οικοδόμηση του πρώτου μνημειακού λίθινου θεάτρου της Αθήνας κατέστη δυνατή από το 350 π.Χ. περίπου, με την ανάκαμψη των δημόσιων οικονομικών. Πρόκειται για γιγαντιαίο τεχνικό έργο με ογκώδεις επιχώσεις, κατεργασία τεράστιων ποσοτήτων λίθου και υψηλού επιπέδου τεχνογνωσία. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του νέου αθηναϊκού θεάτρου με το ημικυκλικό κοίλο, τους 67 μαρμάρινους και ενεπίγραφους θρόνους της Προεδρίας, την κυκλική ορχήστρα και τη μαρμάρινη σκηνή με τα παρασκήνια απετέλεσε διαχρονικά το πρότυπο για την εξέλιξη όλων των θεατρικών κατασκευών. Ιδιαιτερότητα του αθηναϊκού θεάτρου συνιστά η ύπαρξη ενός και μεγάλου πλάτους διαζώματος, που χωροθετήθηκε περίπου στη θέση παλαιάς όδευσης της περιοχής αυτής της Ακρόπολης, του Περιπάτου. Η χωρητικότητα του κοίλου υπολογίζεται μεταξύ 17.000 και 19.000 θέσεις. 


Στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια αλλαγές παρατηρούνται στην πρόσοψη της σκηνής με τρέχουσα κιονοστοιχία στην όψη και ίσως δεύτερο όροφο, ενώ η μετακίνηση των παρασκηνίων πιο πίσω υπαγορεύθηκε προφανώς από τη μεγάλη ζήτηση για ανίδρυση όλο και περισσοτέρων έργων πλαστικής στις προβεβλημένες θέσεις των παρόδων (κύριων εισόδων) του θεάτρου. Μετά τις καταστροφές του Σύλλα (86 π.Χ.) επί του ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου νέα μαρμάρινα πρόπυλα ιωνικού ρυθμού αντικατέστησαν τους παλιότερους ξύλινους πυλώνες. Επί αυτοκράτορα Νέρωνα, το 61/2 μ.Χ., ανακατασκευάζεται το σκηνικό οικοδόμημα κατά τα πρότυπα των ρωμαϊκών σκηνών με βαθύ και χαμηλό προσκήνιο (
pulpitum) και μνημειακή διώροφη πρόσοψη (scaenae frons).

Νέα λαμπρή περίοδος εγκαινιάζεται για το αθηναϊκό θέατρο επί του φιλέλληνα Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.), στον οποίο είχε απονεμηθεί ο τίτλος του άρχοντα των Αθηνών, υπήρξε δύο φορές (125 και 132 μ.Χ.) αγωνοθέτης στους Διονυσιακούς αγώνες, δηλ. ανέλαβε τη χρηματοδότηση της μεγάλης εορτής, και τιμήθηκε ως Νέος Διόνυσος. Την περίοδο αυτή επέρχονται κάποιες αλλαγές στο κοίλο: ανιδρύονται 13 χάλκινα αγάλματα του αυτοκράτορα στα κάτω τμήματα των κερκίδων, προστίθενται νέες σειρές θρόνων υψηλότερα στο κεντρικό τμήμα του κοίλου, ενώ για τον μεταλλικό (χάλκινο ή επιχρυσωμένο) θρόνο του ίδιου του Αδριανού κατασκευάζεται υπερυψωμένο βάθρο (θεωρείο) στην κεντρική κερκίδα. Οι επιγραφές των μαρμάρινων θρόνων της Προεδρίας αναλαξεύονται και τίτλοι ιερέων νέων λατρειών προστίθενται. Το ρωμαϊκού ρυθμού σκηνικό οικοδόμημα κοσμείται κατά την πρόσοψη με αγάλματα προσωποποιήσεων των τριών θεατρικών ειδών (Τραγωδίας, Κωμωδίας και του Σατυρικού), συμπυκνώνοντας έτσι στο πνεύμα του αδριάνειου κλασικισμού το λαμπρό κλασικό παρελθόν του δημόσιου αυτού χώρου και τη συμβολή της πόλης γενικότερα στην κλασική παιδεία. 




Μετά τις μεγάλες καταστροφές του βαρβαρικού φύλου των Ερούλων το 267 μ.Χ. στην Αθήνα η τελευταία αναλαμπή του θεάτρου μαρτυρείται από τη μετασκευή του ρωμαϊκού προσκηνίου σε Βήμα (4ος αι. μ.Χ.) με υλικά από παλιότερα μνημεία και κυρίως με τα ανάγλυφα, που είχαν προέλθει από τη διακόσμηση του αδριάνειου βωμού στο ιερό και διηγούνταν την «αττική» παραλλαγή της βιογραφίας του θεού Διονύσου, από τη γέννησή του έως την εγκαθίδρυση της λατρείας του στη νότια κλιτύ. Ο αναθέτης του και άρχων των Αθηνών, Φαίδρος, αναφέρεται σε σωζόμενη κατά χώραν επιγραφή, από την οποία συνάγεται η περαιτέρω χρήση του θεάτρου για διονυσιακές εορτές στο πλαίσιο λαϊκών συγκεντρώσεων, προφανώς έως το 529 μ.Χ., όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές στην Αθήνα.

Όταν το θέατρο πια περνάει στα χέρια της νέας χριστιανικής θρησκείας η οικοδόμηση της παλαιοχριστιανικής βασιλικής στην ανατολική πάροδο, τον 6ον αι. μ.Χ., και άλλες σοβαρές μετατροπές μαρτυρούν την καθοριστική αλλαγή χρήσης του μνημείου, που επί μία χιλιετία συνδέθηκε με τη βαθειά κοινωνικοπολιτική δύναμη του θεατρικού λόγου και συνέβαλε στην πνευματική ακτινοβολία της πόλης των Αθηνών σε ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο.



 ΩΔΕΙΟ ΗΡΩΔΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ - ΗΡΩΔΕΙΟΝ

Το περίφημο Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού ήταν το τελευταίο μνημειακό οικοδόμημα που χτίστηκε κατά την αρχαιότητα στην περιοχή της Ακρόπολης. Ανεγέρθηκε από τον Τιβέριο Κλαύδιο Αττικό Ηρώδη στη μνήμη τη γυναίκας του Ρήγιλλας, η οποία πέθανε το 160 μ.Χ. Πλούσιος γόνος γνωστής αθηναϊκής οικογένειας και μεγάλος ευεργέτης της πόλης, ο Ηρώδης πρόσφερε στην Αθήνα ένα μνημείο που προκαλούσε το θαυμασμό ήδη στην αρχαιότητα. Από αρχιτεκτονική άποψη, το Ηρώδειο ήταν ένα τυπικό ρωμαϊκό αμφιθέατρο των αυτοκρατορικών χρόνων. Προοριζόταν κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις και είχε χωρητικότητα τουλάχιστον 5.000 ατόμων. Η τριώροφη σκηνή του σώζεται σε ύψος 28 μ. και χαρακτηρίζεται από την πλούσια πλαστική της διάρθρωση. Οι κόγχες, που σήμερα είναι κενές, φιλοξενούσαν στην αρχαιότητα αγάλματα. Σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες, για την ξύλινη στέγη του μνημείου χρησιμοποιήθηκε ο ακριβός κέδρος Λιβάνου και το πιθανότερο είναι πως η στέγαση κάλυπτε ολόκληρο το μνημείο· μάλιστα, δεν έχουν εντοπιστεί ίχνη εσωτερικών στηριγμάτων της κατά τα φαινόμενα τεράστιας στέγης, γεγονός που αποτελεί, ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα, κατασκευαστικό άθλο. 






Όπως τα περισσότερα μνημεία της Αθήνας, το Ηρώδειο καταστράφηκε τον 3ο αι. από την επιδρομή των Ερούλων, ενώ στους κατοπινούς αιώνες αποτέλεσε τμήμα του μεσαιωνικού τείχους της Ακρόπολης. Το μνημείο αναστηλώθηκε τη δεκαετία του '50 και έκτοτε φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις, κυρίως στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.


 
Η ΠΝΥΚΑ


Στη δυτική πλευρά της Ακρόπολης, στο μέσο της απόστασης μεταξύ του λόφου των Μουσών (Φιλοπάππου) και του λόφου των Νυμφών (Αστεροσκοπείο), βρίσκεται το πλάτωμα της Πνύκας. Χάρη στη μορφολογία και την έκτασή του επιλέχθηκε στην Αρχαία Αθήνα ως τόπος συγκέντρωσης των πολιτών, ως Έδρα της Εκκλησίας του Δήμου.
 

Σύμφωνα με ιστορικές αναφορές η λειτουργία του χώρου χρονολογείται στο τέλος του 6ου αιώνα, την εποχή των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη (508 π.Χ.), αν και τότε η χρήση του χώρου ήταν μάλλον περιστασιακή. Έτσι εξηγούνται και τα ανύπαρκτα αρχαιολογικά ευρήματα. Τα πρώτα ευρήματα ανάγονται στον 5ο αιώνα π.Χ..






Η Πνύκα, εκτός από την ιστορική αξία που έχει ως αρχαιολογικός χώρος, έχει και μια άλλη εξαιρετικά σημαντική ιστορική καταγραφή. Είναι ο χώρος στον οποίο ξεκίνησε η μετάβαση από τον Πολυθεϊσμό… στον Χριστιανισμό. Στην Καινή Διαθήκη (Πράξεις των Αποστόλων) αναφέρεται η ομιλία του Αποστόλου Παύλου προς τους Αθηναίους στην Πνύκα το 51 μ.Χ., κατά την οποία προσηλύτισε στη νέα θρησκεία που δίδασκε τον μετέπειτα επίσκοπο της πόλης, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, και τη Δάμαρι, την πρώτη Αθηναία που πίστεψε στο Χριστιανισμό και αργότερα μαρτύρησε για την πίστη της.




Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

"Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ· 23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, Ἀγνώστῳ θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. 24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ 25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα· 26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, 27 ζητεῖν τὸν Κύριον εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. 28 Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ' ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασιν· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. 29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον. 30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, 31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 32 Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. 33 καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. 34 τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς".
(Πρ. 17, 22-34)





ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΛΟΥΜΠΑΡΔΙΑΡΗΣ


Η παράδοση λέει ότι ο Αξιωματούχος Οθωμανός Γιουσούφ θέλησε να βομβαρδίσει με κανόνι το ναό από την Ακρόπολη, ώστε να καταστρέψει την εκκλησία και να σκοτώσει τους πιστούς που είχαν έλθει για να γιορτάσουν τον Άγιο Δημήτριο. Όμως, λίγο πριν πραγματοποιηθεί το σχέδιό του, ένας κεραυνός από την ξαφνική καταιγίδα που ξέσπασε ανατίναξε το πυροβολείο στην Ακρόπολη και έσωσε το εκκλησάκι. Το περιστατικό διασώζεται σε διήγημα του Δ. Καμπούρογλου το οποίο μπορείτε να διαβάσετε πατώντας   ΕΔΩ.
 

Ο ναός χρονολογείται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ενώ κατά μια άλλη εκδοχή είναι του 9ου αιώνα. Αρχιτεκτονικά πρόκειται για μια θολωτή, βασιλική, μονόκλιτη με κυλινδρική στέγη, πλακοσκέπαστη.

Για την κατασκευή του έχουν χρησιμοποιηθεί αρχαία αρχιτεκτονικά κομμάτια, όπως ο μικρός κίονας που στηρίζει την Αγία Τράπεζα και δύο κιονίσκοι που βρίσκονται στο προαύλιο της εισόδου. Το 1955 αναστηλώθηκε από τον διάσημο αρχιτέκτονα Δημήτριο Πικιώνη, και τότε αποκαλύφθηκαν αρκετά φθαρμένες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες του 1700.

Σήμερα φτάνει κάποιος στο εκκλησάκι, στα ριζά του λόφου του Φιλοπάππου, ακολουθώντας τον σχεδιασμένο από τον Πικιώνη πλακόστρωτο δρόμο και διασχίζοντας ένα κατάφυτο από μεσογειακή βλάστηση περιβάλλον.


 ΤΟ ΔΕΣΜΩΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ


Στη δυτική πλευρά του λόφου του Φιλοπάππου υπάρχει μια λαξευτή στο βράχο κατασκευή, πιθανών τριώροφη στην αρχαιότητα, με τρία υπόσκαφα δωμάτια στο βράχο. Κατά γενική ομολογία είναι άγνωστη η χρήση των δωματίων αυτών στους αρχαιολόγους.

 Όμως συμφώνα με τους αρχαίους περιηγητές (Παυσανίας) και την λαϊκή παράδοση θέλουν τον Σωκράτη να είχε κρατηθεί εκεί δεσμώτης πριν την εκτέλεση του.







 Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την εισβολή των γερμανών η κατασκευή καλύφθηκε με μπετόν και χρησιμοποιήθηκε ως κρύπτη για τις αρχαιότητες της ακρόπολης και του εθνικού αρχαιολογικού μουσείου. Σήμερα, αν και κλειδωμένη με τρεις βαριές σιδερένιες πόρτες, μπορεί να την επισκεφτεί κάποιος ανεβαίνοντας δυτικά προς το λόφο του Φιλοπάππου από θησείο. 

Στα νεοτέρα χρόνια σε αυτό το σημείο λατρευόταν οι καλοκυράδες νύμφες, από κοπέλες που έψελναν στίχους από τους ορφικούς ύμνους προσπαθώντας να ανακαλύψουν το όνομα του μελλοντικού συζύγου τους.





Σύμφωνα με σύχρονη ανασκαφική έρευνα η θέση του δεσμωτηρίου του Σωκράτη πιθανιλογείται σε ένα άλλο σημείο κοντά στην Αρχαία Αγορά.



ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΠΑΠΠΟΥ

Ελάχιστα είναι γνωστά για τον άνθρωπο πίσω από το μνημείο. Ξέρουμε ότι γεννήθηκε περίπου το 70 μ.Χ., διάδοχος του θρόνου της Κομμαγηνής, ενός μικρού βασιλείου στην περιοχή που σήμερα διασχίζεται από τα σύνορα Συρίας-Τουρκίας. Το πραγματικό του όνομα, Γάιος Ιούλιος Αντίοχος, αποκαλύπτει τη σύγκλιση των δύο μεγάλων πολιτισμών, Ρωμαϊκού και Ελληνικού που επηρρέασαν τη μοίρα του. Φιλόπαππος (αυτός που αγαπά τον παππού του) είναι η επωνυμία με την οποία ο ίδιος διάλεξε να αυτοπροσδιορίζεται, πολύ αργότερα. Ο παππούς τον οποίο τιμούσε με το όνομα και το μνημείο του ο Φιλόπαππος, δεν ήταν άλλος από τον Αντίοχο Δ΄, ο οποίος έμελλε να είναι ο τελευταίος βασιλιάς της Κομμαγηνής. Όταν ο νεαρός Φιλόπαππος ήταν μόλις δύο ετών, οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να προσαρτήσουν την πατρίδα του στην επαρχία της Συρίας και εκδίωξαν ολόκληρη τη βασιλική οικογένεια από τα πατρογονικά της εδάφη. Ωστόσο τους επεφύλαξαν εξαιρετική μεταχείριση: εγκατέστησαν ολόκληρη την οικογένεια στη Ρώμη παρέχοντάς τους εισόδημα που τους επέτρεπε να ζουν βασιλικά. Οι ίδιοι δεν έπαψαν ποτέ να αυτοαποκαλούνται βασιλείς, μολονότι δεν ξαναείδαν ποτέ το βασίλειό τους.

Λίγα χρόνια αργότερα, ο νεαρός Φιλόπαππος, απολαμβάνοντας τα προνόμια που του χάριζε ένα γενναίο εισόδημα και η ιδιότητά του ως ρωμαίος πολίτης των ανώτερων τάξεων, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου θα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Κατόρθωσε να γίνει αποδεκτός από την πνευματική ελίτ της πόλης και μάλιστα να γίνει Αθηναίος πολίτης, ένα προνόμιο που σπάνια δινόταν σε ξένους και το οποίο μάλλον οφείλει στην εξαιρετική γενναιοδωρία του. Υπηρέτησε τη νέα του πατρίδα αναλαμβάνοντας διάφορα δημόσια αξιώματα, πολλά από τα οποία απαιτούσαν τεράστιες δαπάνες.

Μετά το θάνατό του τάφηκε στην κορυφή του λόφου των Μουσών, ο οποίος κατέληξε να φέρει το όνομά του. Δεν ξέρουμε ποιος διάλεξε τη θέση ή σχεδίασε το μνημείο με τους πολύσημους συμβολισμούς. Ίσως να ήταν ο ίδιος, ή ίσως η μοναδική αδελφή του, Βάλβιλλα, που πέθανε αρκετά χρόνια αργότερα. Ανεξάρτητα από αυτό, το μνημείο, που σκοπό είχε να δοξάζει τον Φιλόπαππο αιώνια, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα συγκρητισμού Ρωμαϊκών, Ελληνικών και Ανατολίτικων στοιχείων.



Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση, είναι η θέση του μνημείου: δεν είναι απλά σε μια θέση που το κάνει ορατό από το σύνολο της πόλης, αλλά βρίσκεται σε ύψωμα, κάτι πρωτάκουστο για τα ελληνικά δεδομένα. Αυτό σίγουρα οφείλεται στην παράδοση των βασιλέων της Κομμαγηνής να θάβονται σε κορφές βουνών, στα λεγόμενα ιεροθέσια, στα οποία οι νεκροί βασιλείς λατρεύονταν ως θεοί. Η επιλογή του σημείου θα πρέπει να είχε το διττό στόχο να επιβάλλει την παρουσία του στο χώρο αλλά και να προβάλει την καταγωγή και βασιλική ιδιότητα του Φιλόπαππου. Δεν είναι τυχαίο ότι η επιγραφή του μνημείου που κατονομάζει το νεκρό έχει ως εξής: «Βασιλεύς Αντίοχος Φιλόπαππος, βασιλέως Επιφανούς του Αντιόχου (Δ΄).



Η μορφή του μνημείου είναι εντελώς ξένη στην Ελληνική παράδοση, αλλά αυτό δε γίνεται αμέσως αντιληπτό από το σύγχρονο παρατηρητή, ο οποίος αντιλαμβάνεται κυρίως τα ελληνορωμαϊκά στοιχεία του διακόσμου. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε το ίδιο φίνο Πεντελικό μάρμαρο που απαιτήθηκε για τον Παρθενώνα. Στο μνημείο διακρίνουμε δύο σειρές γλυπτών, από τις οποίες η κάτω απεικονίζει τον Φιλόπαππο σε τέθριππο, στη μέση, ενώ από τη μία και την άλλη πλευρά στέκουν άτομα με ρωμαϊκή ενδυμασία. Πρόκειται για απεικόνιση ενός πραγματικού γεγονότος, για το οποίο ο Φιλόπαππος θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα περήφανος: την ανάρρησή του στο αξίωμα του Ρωμαίου Υπάτου, το 109 μ.Χ. Πάνω από αυτή, μια δεύτερη σειρά γλυπτών περιλαμβάνει τρία αγάλματα, από τα οποία το κεντρικό και μεγαλύτερο απεικονίζει το Φιλόπαππο ένθρονο. Στα δεξιά του, μια μικρότερη μορφή είναι ο παππούς του, Αντίοχος Δ΄, ενώ στα αριστερά του βρισκόταν ο Σέλευκος Α΄ο Νικάτωρ, που δε σώζεται σήμερα. Ο Σέλευκος Α΄ ήταν ένας από τους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου και οι βασιλείς της Κομμαγηνής τον θεωρούσαν ιδρυτή της δυναστείας τους, μαζί με το Δαρείο. Ωστόσο, οι περσικές καταβολές της οικογένειας λάμπουν διά της απουσίας τους.

Όπως είναι φυσικό, το μνημείο λειτουργεί ουσιαστικά ως μια δημόσια δήλωση, ή, αν προτιμάτε, διαφήμιση, που σκοπό έχει την αιώνια διατήρηση της μνήμης του ένδοξου Φιλόπαππου. Οι διενέξεις που προκάλεσε η ανέγερσή του έχουν πάψει να ηχούν από αιώνες, αλλά το μνημείο στέκει ακόμη αγέρωχο, σημείο αναφοράς στον Αθηναϊκό ορίζοντα και μάρτυρας της καταγωγής και των κατορθωμάτων ενός ανθρώπου από τον οποίο το μόνο που επιζεί είναι το παρατσούκλι του.
Ματαιότης ματαιοτήτων…




ΕΘΝΙΚΟ ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


Πάνω στο λόφο των Νυμφών δεσπόζει το κτίριο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Χτίστηκε το 1842 σε σχέδια του Θεόφιλου Χάνσεν και χρηματοδοτήθηκε από το Γεώργιο Σίνα, κάτι που το κάνει το αρχαιότερο ίδρυμα ερευνών, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλα τα Βαλκάνια. 

Σήμερα απαρτίζεται από πέντε Ινστιτούτα και διαθέτει αστρονομικούς σταθμούς που διευκολύνουν την έρευνα με συνεχείς σεισμολογικές παρατηρήσεις. Η τοποθεσία αλλά και το ίδιο το κτίριο αποτελούν την καλύτερη δικαιολογία για μια επίσκεψη. 




 ΙΕΡΟ ΤΟΥ ΠΑΝΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

Μια αναπάντεχη «συνάντηση» είχαν οι αρχαιολόγοι στη διάρκεια των εργασιών τους για τη διάνοιξη μιας επιπλέον εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο της Πνύκας. Στη συμβολή των οδών Αποστόλου Παύλου και Αιγινήτου, κάτω από το λόφο της Πνύκας, ανακάλυψαν ιερό του Πάνα.

Ο θάλαμος, ο οποίος αποκαλύφθηκε κατά μήκος της Αποστόλου Παύλου, φέρει ανάγλυφη παράσταση, στο βόρειο εσωτερικό τοίχωμά του, που απεικονίζει τον Πάνα με μία Νύμφη. Ο θεός εμφανίζεται καθισμένος σε βράχο κρατώντας ένα «λαγοβόλο» -βοηθητικό όργανο για το κυνήγι λαγού. Δίπλα του βρίσκεται η Νύμφη σε χορευτική κίνηση και ανάμεσά τους ένα δέντρο. Στα αριστερά τους υπάρχει ένας σκύλος καθισμένος στα δύο πίσω πόδια που κοιτά το θεό και τη Νύμφη.

Οι αρχαιολόγοι εικάζουν ότι πρόκειται για απεικόνιση του μύθου του Πάνα και της Νύμφης Πίτυος, η οποία μεταμορφώθηκε σε δέντρο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, και η μεγάλων διαστάσεων τοιχογραφία που αποκαλύφθηκε στο εξωτερικό τοίχωμα του θαλάμου.

Το εύρημα χρονολογείται από τον 4ο π.Χ. αιώνα.
 
  
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ - ΘΗΣΕΙΟΝ

Στην αρχαία αγορά της Αθήνας βρίσκεται ο ναός του Ηφαίστου, ένας από τους πιο όμορφους δωρικούς ναούς της αρχαιότητας, που παραμένει ανέπαφος στο χρόνο. Ξεκίνησε να χτίζεται το 449 π.Χ., και ήταν αφιερωμένους σε δύο θεούς, στον θεό Ήφαιστο προστάτη της μεταλλουργίας και στη θεά Αθηνά Εργάνη, προστάτιδα των τεχνών. Σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του κτίσματος, ο αρχιτέκτονας που ανέλαβε την ανέγερση του επηρεάστηκε σημαντικά από το μεγάλο οικοδόμημα της πόλης, που χτιζόταν την ίδια περίοδο, τον Παρθενώνα. Κοινά στοιχεία με τον Παρθενώνα είναι η δίτονη δωρική κιονοστοιχία, που υπήρχε στο εσωτερικό του κτιρίου και η ιωνική ζωοφόρος, που βρισκόταν πάνω από τον πρόναο. Ο αρχιτέκτονας του Ηφαίστου παραμένει άγνωστος. Το σίγουρο είναι ότι είχε δεχθεί επιρροές από τους Ικτίνο και Σκόπα και φέρεται να ήταν και ο δημιουργός των υπέροχων ναών στο Σούνο, της Νέμεσης στη Ραμνούντα και του Άρη στις Αχαρνές. Οικοδομήθηκε στον λόφο του Αγοραίου Κολωνού και τον περίγυρο του κοσμούσαν πήλινες γλάστρες με λουλούδια και θάμνους. Στο εσωτερικό του βρισκόταν τα δύο χάλκινα αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς, τα οποία καταστράφηκαν.

Ο Ναός του Ηφαίστου γλίτωσε από τους βανδαλισμούς και τις λεηλασίες που υπέστησαν παρόμοια κτίσματα στην Ελλάδα. Έμεινε ανέπαφος από τις επιδρομές των Ερούλων και των Γότθων, οι οποίοι ευθύνονται για τις καταστροφές σημαντικών κτιρίων της Αθήνας, μεταξύ των οποίων, του Παρθενώνα, της στέγης του Ηρώδειου και της συνολικής ισοπέδωσης της αρχαίας αγοράς.



Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως παλιά ο Ναός του Ηφαίστου είχε αποδοθεί στον ήρωα Θησέα, από τον οποίο πήρε το όνομά της και η γνωστή συνοικία της Αθήνας. 

 Η αιτία που ο ναός διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση έως σήμερα, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι τον 7ο αιώνα μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία προς τιμή του Αη Γιώργη του Ακαμάτη. Κατά την Τουρκοκρατία, οι Αθηναίοι τον κρατούσαν κλειστό και τον λειτουργούσαν μόνο την ημέρα της γιορτής του αγίου, ώστε να αποτρέψουν τη μετατροπή του σε τζαμί. Από αυτή τη λειψή λειτουργία του ναού πήρε την ονομασία Αϊ Γιώργης ο Ακαμάτης. Είναι ο καλύτερα διατηρημένος και συντηρημένος αρχαίος ναός στην Αθήνα.
 


1880

1907

1922

Στον Αη Γιώργη έγινε και η στέψη του Βασιλιά Όθωνα όταν ήρθε στην Αθήνα το 1834. Αργότερα έγινε το Αρχαιολογικό Μουσείο του νεοσύστατου κράτους. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή χιλιάδων προσφύγων στη χώρα, ο χώρος γύρω από τον ναό είχε μετατραπεί σε καταυλισμό των προσφύγων. Όπως φαίνεται και στην αρχική φωτογραφία, τα λευκά αντίσκηνα των προσφύγων είχαν κατακλύσει τον περίβολο. Αρχές του 20ου αιώνα σταμάτησαν όλες οι δραστηριότητες, καθώς ξεκίνησαν οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές.





ΜΟΥΣΕΙΟ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ 

Το Μουσείο των Ψευδαισθήσεων στην Αθήνα έχει δημιουργήσει έναν χώρο κατάλληλο για κοινωνικές και ψυχαγωγικές περιηγήσεις στον κόσμο των ψευδαισθήσεων που έχει ενθουσιάσει όλες τις ηλικίες.

Είναι το ιδανικό μέρος για να κερδίσεις νέες εμπειρίες και να διασκεδάσεις με τους φίλους και την οικογένειά σου. Δεν είναι μέρος μόνο για παιδιά, αλλά και για γονείς, γιαγιάδες και παππούδες.
 









 


 Μπες στο συναρπαστικό κόσμο των ψευδαισθήσεων που θα τρελάνει τις αισθήσεις σου και θα σε εντυπωσιάσει. Σε έναν κόσμο που θα σε μπερδέψει εντελώς και ταυτόχρονα θα σε εκπαιδεύσει… Κάνε μας μια επίσκεψη και θα ενθουσιαστείς, γιατί… 

τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται! 






 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου