Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ "ΕΙΝΑΙ" ΚΑΙ ΤΟ "ΦΑΙΝΕΣΘΑΙ"



ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ 

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
                                                                                         Κ. Π. Καβάφης. 





  «Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628–655 μ.X.»
Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους
μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·
και θ’ αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους
χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.

Θα θέλουν να με βλάψουν. Aλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.—


Pήματα της καυχήσεως του Aιμιλιανού Μονάη.
Άραγε νά ‘καμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.

Κωνσταντίνος Καβάφης




H οικογένειά μου

H οικογένειά μου είναι μια πολύ αγαπημένη οικογένεια.

Είναι ο αγαπημένος μου μπαμπάς, η αγαπημένη μου μαμά, ο αγαπημένος μου αδερφός και στον κάτω όροφο η αγαπημένη μου γιαγιά και ο αγαπημένος μου παππούς.

Τον αγαπημένο μου μπαμπά δεν τον βλέπω ποτέ, γιατί φεύγει το πρωί για τη δουλειά και γυρίζει τα μεσάνυχτα. Δηλαδή, κανονικά γυρίζει στις 7:00 μ.μ., αλλά κάνει και πέντε ώρες γύρω γύρω το τετράγωνο μέχρι να βρει να παρκάρει. Και όταν έρχεται, δεν είναι και πολύ χαρούμενος και καθόλου δε μοιάζει με τους μπαμπάδες των διαφημίσεων, που μπαίνουν μέσα με δωράκια και σοκολάτες και τα παιδιά πηδάνε στην αγκαλιά του και αυτός γελάει και τα στριφογυρίζει ψηλά. Εμάς λέει: «Άι σιχτίρι, το κωλοκράτος μου μέσα», και βροντάει τα κλειδιά στο συρτάρι.

Την αγαπημένη μου μαμά δεν τη βλέπω επίσης, γιατί κι αυτή δουλεύει, αλλά έρχεται σπίτι με το λεωφορείο. Και μετά πλένει, σιδερώνει, σφουγγαρίζει, μαγειρεύει και βρίζει τον μπαμπά που δεν πήρε τυρί τριμμένο από το σούπερ μάρκετ. Και δε μοιάζει καθόλου με τις μαμάδες των διαφημίσεων, γιατί δε μαγειρεύει βαμμένη ούτε με ψηλοτάκουνα. Κι όταν λερώσουμε το μπλουζάκι με σοκολάτες, δε γελάει χαρούμενη που έχει το σωστό απορρυπαντικό, αλλά μας λέει: «Ε, βέβαια. Άμα έχετε τη δουλάρα. Άντε βγάλ΄το, τελείωνε, ΤΕΛΕΙΩΝΕ, λέμε, την τύχη μου, που στραβώθηκα και τον παντρεύτηκα».

Τον αγαπημένο μου αδερφό δεν τον βλέπω ποτέ, γιατί λείπουμε και οι δυο στο σχολείο και μετά εκείνος πηγαίνει φροντιστήριο και μετά κλείνεται στο δωμάτιό του και μετά ανοίγει το κομπιούτερ του και μετά ψάχνει γυμνές κυρίες και μετά τις βρίσκει και μετά χαίρεται. 

Ο μπαμπάς μου, η μαμά μου, ο αδερφός μου κι εγώ είμαστε μια πολύ αγαπημένη οικογένεια και κάθε Κυριακή μεσημέρι κάνουμε ένα πολύ αγαπημένο οικογενειακό τραπέζι κι εκεί έχουμε όλο το χρόνο να τσακωθούμε μεταξύ μας. Ο μπαμπάς μαλώνει τον αδερφό μου, που δε διαβάζει αρκετά, και μετά μαλώνει εμένα, που δεν τρώω τα παντζάρια. Και μετά η μαμά μαλώνει τον μπαμπά μου, γιατί μας μαλώνει, γιατί είναι «αντιπαιδαγωγικό», λέει. Και μετά η μαμά μου μαλώνει τον αδερφό μου, που πετάει τα μποξεράκια του στη μοκέτα κι έχει και τη μέση της, και μετά μαλώνει εμένα, που θέλω να μου πάρουνε κινητό.

Και μου λέει: «Έκανε κι η μύγα κώλο και ζητάει κινητό». Κι εγώ της λέω: «Η Ευαγγελία γιατί έχει κινητό που είναι και 27 μέρες μικρότερη;». Και η μαμά μου μου λέει: «Δε με νοιάζει τι κάνει η Ευαγγελία, εμένα με νοιάζει τι κάνει το δικό μου το παιδί». Και φωνάζει και ο μπαμπάς της λέει: «Τώρα που ουρλιάζεις εσύ δεν είναι αντιπαιδαγωγικό;» Και η μαμά του λέει: «Δεν ουρλιάζω, συζήτηση κάνουμε». Και ο μπαμπάς μου της λέει: «Ναι, έχεις δίκιο. Μπορεί στο ισόγειο να μη σε άκουσαν». Και η μαμά του λέει: «Έχε χάρη που είναι τα παιδιά, αλλιώς θα σου ΄λεγα τώρα». Και δεν του λέει.

ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΝΕΝΑΣ δε μιλάει για πολλή ώρα. Κι ακούγονται μόνο τα πιρούνια, τα μαχαίρια και ο αδερφός μου, που κάνει «κλάπα κλούπα» με τη γλώσσα του. Και η μαμά του λέει: «Δεν μπορείς να φας σαν άνθρωπος;». Και ο αδερφός μου της λέει: «Σαν άνθρωπος τρώω». Και η μαμά μου του λέει: «Θα σε καλέσουν σε κάνα σπίτι, ρεζίλι θα γίνουμε». Και ο μπαμπάς μου της λέει: «Μπορείς να σταματήσεις μια στιγμή, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α, αυτό το “μπουρ μπουρ μπουρ” μες στ΄ αφτί μου. Έλεος, δηλαδή, ΕΛΕΟΣ, Ε-Λ-Ε-Ο-Σ!». 

Και η μαμά μου λέει: «Δε φτάνει που έχω γίνει χίλια κομμάτια να σας υπηρετώ όλους εδώ μέσα, μια καλή κουβέντα να ακούσω, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α».

 Και ο μπαμπάς μου της λέει: «Έριξες πολύ αλάτι, λύσσα το ΄κανες». 

Και η μαμά τού λέει: «Ορίστε, εκεί που μας χρωστάγανε, μας πήραν και το βόδι». 

Κι εγώ ρωτάω: «Πότε είχαμε βόδι και μας το πήρανε;». 

Και ο αδερφός μου μου λέει: «Είσαι μαλακισμένο». 

Κι εγώ βάζω τα κλάματα και λέω: «Με λέει μαλακισμένο». 

Και ο μπαμπάς μου του λέει: «Μη λες την αδερφή σου μαλακισμένο». 

Και ο αδερφός μου λέει: «Αφού είναι». 

Και η μαμά μου λέει: «Και δε θέλω να ακούω τέτοιες λέξεις εδώ μέσα». 

Κι ο αδερφός μου της λέει: «Όταν τις λέει ο μπαμπάς, είναι καλά;». 

Και η μαμά μου λέει στον μπαμπά μου: «Ορίστε, είδες το παράδειγμα που δίνεις στα ίδια σου τα παιδιά». 

Και ο μπαμπάς μου λέει: «Μια μπουκιά δεν μπορούμε να φαρμακώσουμε σ΄ αυτό το σπίτι, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α». 

Και η μαμά μου του λέει: «Τι μπουκιά, εσύ δεν είπες είναι λύσσα; Κι άμα δεν σ΄ αρέσει, να πας να σου μαγειρεύει η Βιβή». 

Κι εγώ λέω: «Ποια είναι η Βιβή». 

Και η μαμά λέει: «Ποια είναι η Βιβή, Μανόλη; 

Πες στο παιδί σου, στο σπλάχνο σου, στην κόρη σου ποια είναι η Βιβή, Μανόλη». 

Και ο πατέρας μου λέει: «Η κυρία Βιβή είναι μια εξαίρετη συνάδελφος και η μάνα σας είναι μια τρελή γυναίκα». 

Και η μαμά λέει: «Γι΄ αυτό γυρίζουμε μεσάνυχτα, Μανόλη; Επειδή η Βιβή είναι μια εξαίρετη συνάδελφος, Μανόλη;». 

Και ο μπαμπάς λέει: «Γυρίζουμε μεσάνυχτα, διότι τα μεσάνυχτα βρίσκουμε να παρκάρουμε. Άντε να δούμε πού θα φτάσει ο πληθωρισμός πια». 

Και η μαμά μου του λέει: «Έχε χάρη που είναι τα παιδιά, αλλιώς θα σου ΄λεγα εγώ». 

Και ο μπαμπάς της λέει: «Τι θα μου ΄λεγες εσύ;». Και η μαμά του λέει: «Το δισάκι μου στον ώμο, για το δρόμο, για το δρόμο, αυτό θα σου ΄λεγα εγώ». 

Κι εγώ λέω: «Έγιν΄ η βροχή χαλάζι, δε με νοιάζει, δε με νοιάζειειειειει». 

Και ο μπαμπάς και η μαμά μου λένε: «ΣΤΑΜΑΤΑ!». Και σταματάω.

ΚΑΙ ΠΕΦΤΕΙ ΠΑΛΙ μια σιωπή, «ντράγκα ντούγκα» τα πιρούνια. 

Και ο αδερφός μου λέει: «Έφαγα, πάω μέσα». 

Και ο μπαμπάς μου του λέει: «Δεν έχει να πας πουθενά. Τώρα τρώμε όλοι μαζί σαν οικογένεια». 

Και η μαμά μου του λέει: «Έχει δίκιο ο πατέρας σου, να κάτσεις εκεί που κάθεσαι». 

Και καθόμαστε όλοι εκεί που καθόμαστε.

Έλενα Ακρίτα.



 
Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν φτωχός
και τόνε ξέραν όλοι
κι εγώ κι εσύ κι ο παρακεί
αγγέλοι και διαβόλοι.
Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν μπεκρής
χρυσή καρδιά, άδεια τσέπη
κι ήρθε ο χειμώνας ο μακρύς
κι ο Τζακ δεν είχε σκέπη.

Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ
και βγήκαν οι γειτόνοι
για να φτυαρίσουν το πρωί,
και βρήκαν μες στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο,
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο.

Στέλνουν χαμπέρι στο γιατρό
από ενδιαφέρον,
"τρέξε γιατρέ μου, το και το
τον χάνουμε το γέρο".
Μα ο γιατρός κάνει νερά
γιατί δεν έχει τυχερά,
ο θάνατος είν’ έξοδο
κι ο Τζακ σε αδιέξοδο.

Σαν κάναν το καθήκον τους
ήσυχοι πια οι γειτόνοι
γυρίσανε στο σπίτι τους
κι αφήσανε στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο,
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο.

                                            

       
Πόσο πλούσιος είναι ένας φτωχός;


  Ένας πατέρας με οικονομική άνεση..
θέλοντας να διδάξει στο γιο του τι σημαίνει φτώχεια..
τον πήρε μαζί του..
για να περάσουν λίγες μέρες στο χωριό..
σε μία οικογένεια που ζούσε στο βουνό..

Πέρασαν τρεις μέρες και δυο νύχτες στην αγροικία..
Καθώς επέστρεφαν στο σπίτι..
μέσα στο αυτοκίνητο… ο πατέρας ρώτησε το γιο του:

«Πώς σου φάνηκε η εμπειρία;»
«Ωραία» απάντησε ο γιος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό..
“Και τι έμαθες;” συνέχισε με επιμονή ο πατέρας..

Ο γιος απάντησε:
- Εμείς έχουμε έναν σκύλο… ενώ αυτοί τέσσερις..
- Εμείς διαθέτουμε μια πισίνα που φτάνει μέχρι τη μέση του κήπου..
ενώ αυτοί ένα ποτάμι δίχως τέλος..
με κρυστάλλινο νερό..
μέσα και γύρω από το οποίο υπάρχουν και άλλες ομορφιές..

            - Εμείς εισάγουμε φαναράκια από την Ασία για να φωτίζουμε τον κήπο μας..
            ενώ αυτοί φωτίζονται από τα αστέρια και το φεγγάρι..
            - Η αυλή μας φτάνει μέχρι το φράχτη..
            ενώ η δική τους μέχρι τον ορίζοντα.  
            - Εμείς αγοράζουμε το φαγητό μας… αυτοί πάλι..
            σπέρνουν και θερίζουν γι αυτό..
            - Εμείς ακούμε CDs..
            Αυτοί απολαμβάνουν μια απέραντη συμφωνία από πουλιά..
            βατράχια… και άλλα ζώα..
             Και όλα αυτά διακόπτονται που και που..
            από το ρυθμικό τραγούδι του γείτονα που εργάζεται στο χωράφι..
            - Εμείς μαγειρεύουμε με ηλεκτρική κουζίνα..
            Αυτοί ό,τι τρώνε έχει αυτή τη θεσπέσια γεύση..
            μια και μαγειρεύουν στα ξύλα..
            - Εμείς για να προστατευθούμε..
            ζούμε περικυκλωμένοι από έναν τοίχο με συναγερμό..
            Αυτοί ζουν με τις ορθάνοιχτες πόρτες τους..
            προστατευμένοι από τη φιλία των γειτόνων τους..
           - Εμείς ζούμε «καλωδιωμένοι» με το κινητό..
           τον υπολογιστή… την τηλεόραση..
           Αυτοί… αντίθετα…«συνδέονται» με τη ζωή..
           τον ουρανό…τον ήλιο… το νερό… το πράσινο του βουνού..
           τα ζώα τους… τους καρπούς της γης τους..
           την οικογένειά τους..

           Ο πατέρας έμεινε έκθαμβος από τις απαντήσεις του γιου του..
           Και ο γιος ολοκλήρωσε με τη φράση:
           «Σ’ευχαριστώ… μπαμπά.
            που μας δίδαξες πόσο φτωχοί είμαστε!!




Πόσοι εαυτοί κρυμμένοι μέσα σου
 
θέλω να τους δω και να φιληθώ μαζί τους
Να χαϊδέψω κάθε σου προφίλ,
εσύ μετά, εσύ και πριν 

Θέλω μια εκδρομή των μυστικών
των φανερών και των χαμένων εαυτών
Να 'μαι καιγυναίκα
και αγόρι και μωρό
να σ' έχω άντρα και μητέρα και θεό

Σήκω να χορέψουμε μ' ό,τι μπορείς
Μ' ό,τι δεν ξέχασες κι άλλος κανείς

Χιλιάδες πρόσωπα εμείς...

Πιάσε το μαντήλι μου απ' την αρχή
κι από τα χείλη μου μισό φιλί

τ' άλλο μισό για πάντα
εσύ...

Όλους τους δικούς σου κουβαλάς
παλιούς κι επόμενους κι εμάς
στα βήματα που προχωράς

Θέλω μια εκδρομή των μυστικών
των φανερών και των χαμένων εαυτών
Να 'μαι και γυναίκα
και αγόρι και μωρό
να σ' έχω άντρα και μητέρα και θεό

Μπες μες στο χορό μ' ό,τι μπορείς
Μ' ό,τι δεν ξέχασες κι άλλος κανείς 

Χιλιάδες πρόσωπα εμείς...


Πιάσε το μαντήλι μου απ' την αρχή
κι από τα χείλη μου μισό φιλί

τ' άλλο μισό για πάντα
εσύ...

                                  Νίκος Μωραΐτης





 ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ


Μία γυναίκα που φορούσε ένα ξεθωριασμένο καρό φουστάνι με το σύζυγό της, ντυμένο με ένα φτωχικό κοστούμι, κατέβηκαν από το τρένο στη Βοστώνη και κατευθύνθηκαν προς το γραφείο του προέδρου του Πανεπιστημίου Harvard. Δεν είχαν ραντεβού.

Η γραμματέας μπορούσε να καταλάβει από την πρώτη στιγμή ότι τέτοιοι επαρχιώτες δεν είχαν καμία δουλειά στο Harvard.

“Θα θέλαμε να δούμε να δούμε τον πρόεδρο” είπε ο άντρας με χαμηλή φωνή.

“Θα είναι απασχολημένος όλη μέρα” απάντησε η γραμματέας κοφτά.

“Θα περιμένουμε” απήντησε η γυναίκα.

Για ώρες η γραμματέας τους αγνοούσε, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα απογοητευτούν και θα φύγουν.
Καθώς όμως είδε ότι δεν έφευγαν, η γραμματέας αποφάσισε να ενοχλήσει τον πρόεδρο, παρόλο που δεν το ήθελε με τίποτα.
“Ίσως αν τους δείτε για ένα λεπτό, να φύγουν” του είπε!
Εκείνος αναστέναξε με αγανάκτηση και έγνεψε θετικά. Κάποιος τόσο σημαντικός όσο αυτός σίγουρα δεν είχε το χρόνο να δέχεται ανθρώπους ντυμένους με ξεθωριασμένα καρό φουστάνια και φτωχικά κοστούμια. Ο πρόεδρος στράφηκε προς το ζευγάρι με ύφος βλοσυρό και αλαζονικό.
Η γυναίκα του είπε “Είχαμε έναν γιο που φοίτησε στο Πανεπιστήμιό σας για ένα χρόνο. Το αγαπούσε και ήταν πολύ ευτυχισμένος εδώ. Αλλά δυστυχώς πριν από ένα χρόνο σκοτώθηκε απρόσμενα. Ο άντρας μου και εγώ θα θέλαμε να χτίσουμε ένα μνημείο για αυτόν στο χώρο του Πανεπιστημίου.”
Ο πρόεδρος δεν συγκινήθηκε καθόλου. Αντιθέτως εκνευρίστηκε.
“Κυρία μου” απάντησε με αναίδεια “δεν μπορούμε να βάζουμε αγάλματα για κάθε άνθρωπο που φοίτησε στο Harvard και πέθανε. Αν το κάναμε, τότε αυτό το μέρος θα έμοιαζε με νεκροταφείο.”
“Οχι” απάντησε γρήγορα η γυναίκα, “δεν θέλουμε να στήσουμε ένα άγαλμα. Σκεφτήκαμε να δωρήσουμε ένα κτίριο στο Harvard.”
Ο πρόεδρος γύρισε τα μάτια του. Έριξε μία ματιά στο ξεθωριασμένο καρό φουστάνι και το φτωχικό κοστούμι και φώναξε: “Ένα κτίριο! Έχετε ιδέα πόσο κοστίζει ένα κτίριο; Έχουμε περισσότερα από επτάμισι εκατομμύρια δολάρια σε κτίρια εδώ στο Harvard.”
Για μία στιγμή η γυναίκα έμεινε σιωπηρή. Ο πρόεδρος χαμογέλασε χαιρέκακα. Ίσως ήρθε η ώρα να τους ξεφορτωθεί. Η γυναίκα στράφηκε προς τον άντρα της και είπε ήρεμα:
“Μόνο τόσα χρειάζονται για να φτιάξει κανείς ένα πανεπιστήμιο; Γιατί δεν φτιάχνουμε το δικό μας τότε;”
Ο σύζυγος έγνεψε θετικά. Το πρόσωπο του προέδρου κιτρίνισε και καταλήφθηκε από σύγχυση.
Ο κύριος και η κυρία Leland Stanford σηκώθηκαν όρθιοι και βγήκαν έξω. Ταξίδεψαν μέχρι το Palo Alto στην Καλιφόρνια όπου ίδρυσαν το Πανεπιστήμιου που φέρει το όνομά τους, το Πανεπιστήμιο Stanford, στη μνήμη ενός γιού τον οποίο το Harvard είχε ξεχάσει.


Αθηνά Κλαδή

  


Έχω μπροστά μου συνεχώς έναν καθρέφτη
που μ’ εμποδίζει ότι είναι πίσω του να δω
δεν έχω δει ποτέ μου πιο μεγάλο ψεύτη
και το χειρότερο, είναι όμοιος εγώ...

Δείχνει πολύ καλός ενώ εγώ δεν είμαι,
δείχνει κακός ενώ δεν είμαι ούτε αυτό
Όσοι μου λένε "φίλε όπως είσαι μείνε"
είναι όσοι χάψαν τον αντικατοπτρισμό

Έναν καθρέφτη συνεχώς έχω μπροστά μου
πάνω του πέφτει και ραγίζεται η καρδιά μου
πάνω του πέφτει και ραγίζεται η καρδιά μου,
ένα καθρέφτη συνεχώς έχω μπροστά μου...

Αντανακλά αυτά που θέλουν οι γυναίκες
κι έτσι τις πείθει ότι είμαι το άλλο τους μισό
μπροστά του γδύνονται του λεν(ε) γλυκές κουβέντες,
πίσω απ’ το τζάμι εγώ ολομόναχος κοιτώ

Κάνει παιχνίδι ως και με τα πρότυπά μου
τις θείες φωνές που μου μιλούσανε παιδί
τις φέρνει απέναντι μου και στα κυβικά μου
πάω να τις φτάσω και τσουγκρίζω στο γυαλί

Έναν καθρέφτη συνεχώς έχω μπροστά μου
πάνω του πέφτει και ραγίζεται η καρδιά μου
πάνω του πέφτει και ραγίζεται η καρδιά μου,
ένα καθρέφτη συνεχώς έχω μπροστά μου...

Ξέρω πως όλοι πια πιστεύουν σε καθρέφτες
σε οθόνες σε φωτοτυπίες και προβολείς
μέχρι παιχνίδια έχουν βγάλει που οι παίκτες
ζουν σε μια γυάλα και τους βλέπουμε όλοι εμείς

Μα εγώ θα κάνω τον καθρέφτη μου κομμάτια
ξέρω ότι αυτό που κρύβει πίσω του είσαι εσύ
εσύ που ψάχνεις μεσ’ τα μαύρα σου τα μάτια
να καθρεφτίζεις μόνο εμένα στην ζωή
 Φοίβος Δεληβοριάς


 

Τερ­μα­τι­κὸς σταθ­μός


15.42. ΣΤΑΘΜΟΣ ΒΙΚΤΩΡΙΑ. Τὸ τρέ­νο μὲ κα­τεύ­θυν­ση τὸν Πει­ραι­ὰ φθά­νει σὲ δύ­ο λε­πτά. Ἡ πλατ­φόρ­μα γε­μί­ζει κό­σμο. Στέ­κε­ται κον­τὰ στὴν κί­τρι­νη γραμ­μή. Οἱ μύ­τες τῶν πα­που­τσι­ῶν της μό­λις ποὺ τὴν ἀγ­γί­ζουν. Πε­ρι­μέ­νει τὸ τρέ­νο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς. Δὲν κοι­τά­ζει τὸ ρο­λό­ι, εἶ­ναι σί­γου­ρη πὼς θὰ­ ’ρ­θεῖ στὴν ὥ­ρα του. Τὸ ἴ­διο συμ­βαί­νει εἴ­κο­σι χρό­νια τώ­ρα χω­ρὶς κα­μιὰ ἐ­ξαί­ρε­ση. Κά­θε ἐρ­γά­σι­μη στὶς 15.40 βρί­σκε­ται στὸ σταθ­μό. Τὴν ὁ­δη­γοῦν τὰ πό­δια της, χω­ρὶς πάν­τα νὰ τὸ θέ­λει. Μὲ σκυμ­μέ­νο κε­φά­λι καὶ ὤ­μους κυρ­τοὺς κοι­τά­ζει τὸ ὅ­ριο τῆς κί­τρι­νης γραμ­μῆς. Τὸ βά­ρος της γέρ­νει πρὸς τὰ μπρός. Πε­ρι­μέ­νει νὰ ἀ­κού­σει τὸν ἦ­χο τοῦ τρέ­νου, ν’ ἀ­νοί­ξουν οἱ πόρ­τες καὶ νὰ κρυ­φτεῖ στὸ βα­γό­νι.
         Τὸ τρέ­νο φθά­νει στὴν ὥ­ρα του. Οἱ πόρ­τες ἀ­νοί­γουν. Κά­θε­ται κον­τὰ στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Τὴν προ­τι­μᾶ αὐ­τὴ τὴ θέ­ση. Μὲ τὸ κε­φά­λι ἐ­λα­φρὰ ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο στὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ βα­γο­νιοῦ, μπο­ρεῖ νὰ ξε­χνᾶ τὸ στι­βαγ­μέ­νο πλῆ­θος ποὺ κρέ­με­ται ἀ­πὸ τὶς χει­ρο­λα­βές, πα­ρα­δο­μέ­νο στὴν κού­ρα­ση τοῦ ἀ­πο­με­σή­με­ρου. Στὸ πρό­σω­πό της δι­α­κρί­νεις μιὰ σύ­σπα­ση πό­νου. Τὸ βλέμ­μα της ἄ­δει­ο πλα­νι­έ­ται ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ βα­γό­νι. Ὁ ἕ­νας σταθ­μὸς δι­α­δέ­χε­ται τὸν ἄλ­λο χω­ρὶς νὰ τὸ κα­τα­λα­βαί­νει. Οἱ πο­λυ­κα­τοι­κί­ες, τὰ δέν­τρα, τὰ κα­τα­στή­μα­τα, οἱ δρό­μοι τρέ­χουν μπρο­στά της χω­ρὶς νὰ τὰ βλέ­πει. Κλεί­νει τὰ μά­τια σφι­χτὰ καὶ προ­σπα­θεῖ ν’ ἀ­δειά­σει τὴ σκέ­ψη της προ­ση­λώ­νον­τας τὴν προ­σο­χή της στὸν ἦ­χο τοῦ τρέ­νου.
         Ὅ­ταν τὰ ξα­να­νοί­γει, τὸ βλέμ­μα της συ­ναν­τᾶ τὸ χα­μό­γε­λο ἑ­νὸς νε­α­ροῦ ποὺ στέ­κε­ται στὴν ἀ­πέ­ναν­τι ἄ­κρη τοῦ βα­γο­νιοῦ. Κοι­τά­ζει ἀ­μέ­σως ἀλ­λοῦ προ­σπα­θών­τας νὰ τὸν ἀ­πο­φύ­γει. Βυ­θί­ζε­ται ξα­νὰ σὲ σκέ­ψεις χα­ζεύ­ον­τας ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο.
          «Συγ­γνώ­μη, γνω­ρι­ζό­μα­στε;» Μιὰ φω­νὴ στα­θε­ρὴ καὶ θερ­μὴ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τ’ ­ἀ­ρι­στε­ρά της. Ἀ­νοί­γει τὰ μά­τια ξαφ­νι­α­σμέ­νη. Ὁ νε­α­ρὸς ἀ­πὸ ἀ­πέ­ναν­τι κά­θε­ται τώ­ρα δί­πλα της , δι­α­τρέ­χει μὲ τὸ βλέμ­μα του τὸ πρό­σω­πό της καὶ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει: «Γνω­ρι­ζό­μα­στε;». «Σ’ ἐ­μέ­να μι­λᾶ­τε;» τοῦ ἀ­παν­τᾶ ἐ­νο­χλη­μέ­νη. «Ναί, σᾶς κοι­τά­ζω ἐ­δῶ καὶ ὥ­ρα καὶ προ­σπα­θῶ νὰ θυ­μη­θῶ ἀ­πὸ ποῦ σᾶς ξέ­ρω». Βρί­σκει τὸ κλι­σέ του συμ­πα­θη­τι­κό, για­τὶ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο ἐ­κεῖ­νο φι­λι­κὸ χα­μό­γε­λο. Τὸ πρό­σω­πό της ἀρ­χί­ζει νὰ ξε­μου­διά­ζει. Τὰ φρύ­δια της βρί­σκουν ξα­νὰ τὴν ἤ­ρε­μη θέ­ση τους. Δι­α­τη­ρεῖ τὴ σο­βα­ρό­τη­τά της. «Δὲ νο­μί­ζω» ἀ­παν­τᾶ κο­φτὰ καὶ κοι­τά­ζει μπρο­στά. Μιὰ κυ­ρία στὸ ἀ­πέ­ναν­τι κά­θι­σμα πα­ρα­κο­λου­θεῖ ἀ­δι­ά­κρι­τα τὴ σκη­νή. Περ­νοῦν ἕ­να- δυ­ὸ λε­πτὰ ἀ­μη­χα­νί­ας.
         Και­ρὸ εἶ­χαν νὰ τὴν κοι­τά­ξουν ἔ­τσι στὰ μά­τια.Τό ‘χει σχε­δὸν ξε­χά­σει. Πρέ­πει νά ‘ναι κα­μιὰ εἰ­κο­σα­ριὰ χρό­νια νε­ό­τε­ρός της. Ἔ­χει τὴν ἄ­νε­ση καὶ τὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­ση τῆς νε­ό­τη­τας. Θάρ­ρος, θρά­σος ἢ καὶ τὰ δυ­ὸ μα­ζί. «Λοι­πόν;». «Λοι­πὸν τί;». Φτιά­χνει ἀ­συ­ναί­σθη­τα τὰ ἀ­τη­μέ­λη­τα μαλ­λιά της. «Φαί­νε­στε λυ­πη­μέ­νη». «Ναί, μιὰ δυ­σά­ρε­στη εἴ­δη­ση» τοῦ ἀ­παν­τὰ μὲ μιὰ ἀ­πρό­σμε­να γιὰ ἐ­κεί­νη ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κὴ δι­ά­θε­ση. «Ἴ­σως αὐ­τὸ νὰ σᾶς ἔ­κα­νε νὰ νι­ώ­σε­τε κα­λύ­τε­ρα». Ἀ­νοί­γει τὴν τσάν­τα του καὶ τῆς προ­σφέ­ρει ἕ­να λου­λού­δι στὸ σχῆ­μα τῆς κα­μέ­λιας, φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ κόκ­κι­νο γκο­φρὲ χαρ­τί. «Τὰ φτιά­χνω ὁ ἴ­διος». Δεύ­τε­ρη ἔκ­πλη­ξη. Μοιά­ζει μὲ τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γι­κὸ κόλ­πο. Τολ­μᾶ νὰ τὸν κοι­τά­ξει κα­τά­μα­τα. Βλέμ­μα ἤ­ρε­μο στὸ χρῶ­μα τοῦ με­λιοῦ. «Πο­λὺ ὄ­μορ­φο! Εὐ­χα­ρι­στῶ» τοῦ χα­μο­γε­λά. Δὲν ξέ­ρει για­τί, ἀλ­λὰ θέ­λει νὰ τολ­μή­σει. «Ὡ­ραῖ­ο χα­μό­γε­λο! Πρέ­πει νὰ χα­μο­γε­λᾶ­τε συ­χνό­τε­ρα». Κι ἄλ­λο κλι­σέ. Ἀ­κό­μα κι ἂν εἶ­ναι φάρ­σα ἀρ­χί­ζει νὰ τὸ δι­α­σκε­δά­ζει. «Ποῦ κα­τε­βαί­νε­τε;». «Καλ­λι­θέ­α». «Μὰ μό­λις πε­ρά­σα­με τὸ Πα­λαι­ὸ Φά­λη­ρο». Κά­νει νὰ ση­κω­θεῖ πα­νι­κό­βλη­τη μα­ζεύ­ον­τας τὴ τσάν­τα της. Τὴν στα­μα­τᾶ πι­ά­νον­τάς της τὸ χέ­ρι. «Τί θὰ ‘λε­γες γιὰ ἕ­να κα­φὲ στὸν Πει­ραι­ά; Πλη­σι­ά­ζου­με…». Ξαφ­νι­ά­ζε­ται. Ρί­χνει μιὰ ἀ­μή­χα­νη μα­τιὰ γύ­ρω της, μή­πως τοὺς κοι­τά­ζουν. Εὐ­τυ­χῶς τὸ βα­γό­νι ἔ­χει μι­σο­α­δειά­σει. Ξα­να­κά­θε­ται. Κοι­τά­ζει τὸ χάρ­τι­νο λου­λού­δι ποὺ κρα­τά­ει ἀ­κό­μα στὸ χέ­ρι της. Ἡ μο­να­ξιά της τὴν πε­ρι­μέ­νει σπί­τι εἴ­κο­σι χρό­νια τώ­ρα. Ἄς πε­ρι­μέ­νει λί­γο ἀ­κό­μα. Στὸ κά­τω-κά­τω δὲ σοῦ χα­ρί­ζουν κά­θε μέ­ρα… χάρ­τι­να λου­λού­δια. «Ναί, για­τί ὄ­χι;» Ἐ­ξάλ­λου, ἔ­χουν ἤ­δη φτά­σει στὸν τερ­μα­τι­κὸ σταθ­μό.
         Οἱ πόρ­τες ἀ­νοί­γουν. Βγαί­νουν μα­ζί. Ἐ­κεῖ­νος τὴν ἀγ­γί­ζει ἐ­λα­φρὰ στὴν πλά­τη δί­νον­τας τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς εἶ­ναι ζευ­γά­ρι. Προ­χω­ρών­τας πρὸς τὴν ἔ­ξο­δο αἰφ­νι­δι­ά­ζε­ται ἀ­πὸ μιὰ πα­ρέ­α τεσ­σά­ρων νε­α­ρῶν ποὺ τοὺς κλεί­νουν τὸ δρό­μο χει­ρο­κρο­τών­τας. Ὁ συ­νο­δός της φαί­νε­ται νὰ ἀν­τα­πο­δί­δει τὸν ἐν­θου­σια­σμὸ ση­κώ­νον­τας τὰ χέ­ρια ψη­λὰ σὲ στά­ση θριά­μβου.
         «Κα­λά, φί­λε δὲν παί­ζε­σαι! Μὲ τὴ ση­με­ρι­νή σου ἐ­πι­τυ­χί­α ἀ­νέ­βη­κες ἐ­πί­πε­δο στὸ ‘HUMAN CATCH’! Ὁ χρό­νος ποὺ τερ­μά­τι­σες ἦ­ταν κα­τα­πλη­κτι­κός!» Ἀ­κού­ει τὰ ἐν­θου­σι­ώ­δη σχό­λια τῆς πα­ρέ­ας ποὺ τὸν ἐ­πι­βρα­βεύ­ει γιὰ τὸ ὑ­ψη­λὸ σκόρ. Αὐ­τὸ ποὺ κα­τα­φέρ­νει νὰ δεῖ στὶς ὀ­θό­νες τῶν κι­νη­τῶν τους κα­θὼς τὰ κ­ρα­δαί­νουν θριαμ­βευ­τι­κὰ εἶ­ναι ὁ ἑ­αυ­τός της, ἀ­πα­θα­να­τι­σμέ­νος σὲ μιὰ κλεμ­μέ­νη στιγ­μὴ στὸ βα­γό­νι τοῦ τρέ­νου, μὲ τὸ σύ­νο­λο τῶν κερ­δι­σμέ­νων πόν­των κά­τω δε­ξιά. Μὲ βλέμ­μα ἀ­κί­νη­το τὸν κοι­τά­ζει στὰ μά­τια προ­σπα­θών­τας νὰ κα­τα­λά­βει. Δὲν τῆς ἀ­παν­τᾶ. Τὸν βλέ­πει νὰ ση­κώ­νει τοὺς ὤ­μους γε­λών­τας μὲ τὴν ἄ­νε­ση τοῦ νι­κη­τῆ.
         Χω­ρὶς νὰ ζη­τή­σει ἐ­ξη­γή­σεις, κα­τευ­θύ­νε­ται μὲ βῆ­μα ἀρ­γὸ πρὸς τὴν ἔ­ξο­δο τοῦ σταθ­μοῦ, ὅ­ταν συ­νει­δη­το­ποι­εῖ πὼς στὸ χέ­ρι της κρα­τά­ει ἀ­κό­μη τὸ χάρ­τι­νο λου­λού­δι. Δὲν τὸ πε­τᾶ. Τὸ κρα­τᾶ γιὰ νὰ τῆς θυ­μί­ζει τί δὲν πρέ­πει πιὰ νὰ πε­ρι­μέ­νει.
 Βά­νια Σύρ­μου


 
ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ
 (Θανάσης Παπακωνσταντίνου- Μελίνα Κανά)

Μιλώ με τα ψηλά τ’ απάτητα βουνά
και τους μιλώ για σένα
πως έχεις ομορφιά και φρύδια τοξωτά
σαν πέτρινα γεφύρια

Και μ’ απάντησαν:
Τα γεφύρια χορταριάζουν.
άμοιρη ψυχή μην ξεγελαστείς

Μιλώ με τ’ ουρανού τα μαύρα σύννεφα
και τους μιλώ για σένα
πως όταν περπατάς, γλυκά όπου πατάς
η στέρφα γη ανθίζει

Και μ’ απάντησαν:
Η γη ανθίζει εκεί που θέλει.
άμοιρη ψυχή μην ξεγελαστείς.

Μιλώ με τις πηγές που ζούνε μοναχές
και τους μιλώ για σένα
πως όταν με κοιτάς, σαν λες πως μ’ αγαπάς
αγγέλοι φτερουγίζουν

Και μ’ απάντησαν:
Είναι χάρτινοι οι αγγέλοι.
άμοιρη ψυχή μην ξεγελαστείς.




Το πορτρέτο του…φαίνεσθαι, κατά τον Όσκαρ Ουάιλντ.

Ανέκαθεν ο άνθρωπος ως κομμάτι της εκάστοτε κοινωνίας, έπεφτε στη παγίδα του φαίνεσθαι. Έμενε σε ότι καθόριζαν οι τύποι, οι κανόνες, η δήθεν ηθική. Έμενε σε ότι αντίκριζαν τα μάτια και σε ότι τα γοήτευαν. Δύσκολα η ανθρώπινη φύση βλέπει με τον νου και την ψυχή και γι΄ αυτό το σφάλμα της, είναι καταδικασμένη να μην φτάνει στην ουσία των πραγμάτων. Δέχεται μόνο ότι είναι οπτικά καλαίσθητο , όμορφο, γοητευτικό, σαγηνευτικό. Πάντα εστίαζε στην επιφάνεια, λάτρευε τα νιάτα και καθετί που ευχαριστεί τα ανθρώπινα πάθη, παρασύρεται από την ηδονή και τις αδυναμίες. Αντίθετα, φοβάται την ασχήμια, το γήρας του σώματος και τον θάνατο. Και φυσικά την κοινωνική κατακραυγή γι΄αυτό και φορά τον μανδύα του κοινωνικά αποδεκτού. Κρύβεται παριστάνοντας κάτι άλλο. Δυστυχώς ο δρόμος της αρετής είναι ο πιο δύσκολος. Είναι πιο εύκολο να παραδοθείς στην ακολασία παρά να παραμείνεις ενάρετος όπως ορίζει η ηθική. Μια ηθική που αναμφισβήτητα μας διαχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα και διατηρεί τις ισορροπίες στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.

Η τέχνη μέσω του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Όσκαρ Ουάιλντ, έχει δώσει μια επακριβώς απεικόνιση όσων περιέγραψα παραπάνω. Το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ» είναι ένα στολίδι της λογοτεχνίας, το οποίο δέχτηκε αυστηρές κριτικές αφού ήταν πρωτοποριακό , αρκετά μπροστά από την εποχή του. Ένα μυθιστόρημα που κατάφερε να αγγίξει τις αδυναμίες, τις εμμονές και τα πάθη δηλαδή όλες τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Πρόκειται για ένα διαχρονικό έργο, το οποίο δύσκολα μπορεί να συγκριθεί λόγω του ότι καταφέρνει να μεταδώσει μηνύματα ζωής μέσω εικόνων που προβάλλουν τα έντονα συναισθήματα, την επιθυμία για ζωή , μια ζωή που φτάνει στα άκρα των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Απεικονίζει με αξιοθαύμαστο τρόπο πως η έπαρση ενός ανθρώπου μετατρέπει μια αγνή και καθαρή ψυχή σε έρμαιο της ακολασίας, της αμαρτίας και της αιώνιας καταδίκης.

 Ο Ντόριαν ως νέος, άμαθος, άβγαλτος με την νεανική απειρία, παρασυρόμενος από την τελειότητα του πορτρέτου του, που ζωγράφισε ο φίλος του Μπάζιλ Χόλγουορντ, πούλησε την ψυχή του για την αιώνια νεότητα και το κάλλος. Ο ναρκισσισμός σε συνδυασμό με την άρνηση , καταπάτηση και καταστροφή του ρομαντικού έρωτα είχαν ως αποτέλεσμα να διαφθαρεί μια καθαρή ψυχή ενός νεαρού ανθρώπου. Ζώντας αντίθετα στην ανθρώπινη ηθική, έχασε ότι όμορφο και αγνό υπήρχε μέσα του. Βέβαια τιμώντας το «φαίνεσθαι» της ευγενούς τάξης στην οποία άνηκε καλύφθηκε με τον μανδύα του τζέντλεμαν. Κλείδωσε την καρδιά του και έχασε για πάντα την ευκαιρία να αγαπήσει και να αγαπηθεί, ενώ η χειρότερη τιμωρία ήρθε στο τέλος. Όταν ερωτεύτηκε ειλικρινά και για πρώτη φορά στη ζωή του, ήταν ήδη αργά. Μπορεί μόνο στον πίνακα να αποτυπώνονταν τα σημάδια της φθοράς αλλά ακόμα και αυτός τον εκδικήθηκε.

 Έτσι και στη σημερινή εποχή, γοητευόμαστε από την πλούσια ζωή, τη γεμάτη με υλικές και σαρκικές απολαύσεις, η οποία όμως στερείται τα πραγματικά ανθρώπινα συναισθήματα , της καλής πλευράς της ανθρώπινης φύσης. Στερείται ιδανικά και όνειρα. Δυστυχώς το πορτρέτο του φαίνεσθαι όπως τολμώ να αποκαλώ, απεικονίζει τη διαφορά της ζοφερής πραγματικότητας και της τέχνης, μια τέχνης που μπορεί ακόμα και σήμερα να παρουσιάζει το «είναι», το οποίο αποτελεί το παν της ανθρώπινης ύπαρξης.

Εύα Κάκια

THE GREAT ONES Το πορτρέτο του…φαίνεσθαι, κατά τον Όσκαρ Ουάιλντ, της Εύας Κάκια By Literature | March 8, 2014 0 Comments Pin It Ανέκαθεν ο άνθρωπος ως κομμάτι της εκάστοτε κοινωνίας, έπεφτε στη παγίδα του φαίνεσθαι. Έμενε σε ότι καθόριζαν οι τύποι, οι κανόνες, η δήθεν ηθική. Έμενε σε ότι αντίκριζαν τα μάτια και σε ότι τα γοήτευαν. Δύσκολα η ανθρώπινη φύση βλέπει με τον νου και την ψυχή και γι΄ αυτό το σφάλμα της, είναι καταδικασμένη να μην φτάνει στην ουσία των πραγμάτων. Δέχεται μόνο ότι είναι οπτικά καλαίσθητο , όμορφο, γοητευτικό, σαγηνευτικό. Πάντα εστίαζε στην επιφάνεια, λάτρευε τα νιάτα και καθετί που ευχαριστεί τα ανθρώπινα πάθη, παρασύρεται από την ηδονή και τις αδυναμίες. Αντίθετα, φοβάται την ασχήμια, το γήρας του σώματος και τον θάνατο. Και φυσικά την κοινωνική κατακραυγή γι΄αυτό και φορά τον μανδύα του κοινωνικά αποδεκτού. Κρύβεται παριστάνοντας κάτι άλλο. Δυστυχώς ο δρόμος της αρετής είναι ο πιο δύσκολος. Είναι πιο εύκολο να παραδοθείς στην ακολασία παρά να παραμείνεις ενάρετος όπως ορίζει η ηθική. Μια ηθική που αναμφισβήτητα μας διαχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα και διατηρεί τις ισορροπίες στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η τέχνη μέσω του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Όσκαρ Ουάιλντ, έχει δώσει μια επακριβώς απεικόνιση όσων περιέγραψα παραπάνω. Το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ» είναι ένα στολίδι της λογοτεχνίας, το οποίο δέχτηκε αυστηρές κριτικές αφού ήταν πρωτοποριακό , αρκετά μπροστά από την εποχή του. Ένα μυθιστόρημα που κατάφερε να αγγίξει τις αδυναμίες, τις εμμονές και τα πάθη δηλαδή όλες τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Πρόκειται για ένα διαχρονικό έργο, το οποίο δύσκολα μπορεί να συγκριθεί λόγω του ότι καταφέρνει να μεταδώσει μηνύματα ζωής μέσω εικόνων που προβάλλουν τα έντονα συναισθήματα, την επιθυμία για ζωή , μια ζωή που φτάνει στα άκρα των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Απεικονίζει με αξιοθαύμαστο τρόπο πως η έπαρση ενός ανθρώπου μετατρέπει μια αγνή και καθαρή ψυχή σε έρμαιο της ακολασίας, της αμαρτίας και της αιώνιας καταδίκης. Ο Ντόριαν ως νέος, άμαθος, άβγαλτος με την νεανική απειρία, παρασυρόμενος από την τελειότητα του πορτρέτου του, που ζωγράφισε ο φίλος του Μπάζιλ Χόλγουορντ, πούλησε την ψυχή του για την αιώνια νεότητα και το κάλλος. Ο ναρκισσισμός σε συνδυασμό με την άρνηση , καταπάτηση και καταστροφή του ρομαντικού έρωτα είχαν ως αποτέλεσμα να διαφθαρεί μια καθαρή ψυχή ενός νεαρού ανθρώπου. Ζώντας αντίθετα στην ανθρώπινη ηθική, έχασε ότι όμορφο και αγνό υπήρχε μέσα του. Βέβαια τιμώντας το «φαίνεσθαι» της ευγενούς τάξης στην οποία άνηκε καλύφθηκε με τον μανδύα του τζέντλεμαν. Κλείδωσε την καρδιά του και έχασε για πάντα την ευκαιρία να αγαπήσει και να αγαπηθεί, ενώ η χειρότερη τιμωρία ήρθε στο τέλος. Όταν ερωτεύτηκε ειλικρινά και για πρώτη φορά στη ζωή του, ήταν ήδη αργά. Μπορεί μόνο στον πίνακα να αποτυπώνονταν τα σημάδια της φθοράς αλλά ακόμα και αυτός τον εκδικήθηκε. Έτσι και στη σημερινή εποχή, γοητευόμαστε από την πλούσια ζωή, τη γεμάτη με υλικές και σαρκικές απολαύσεις, η οποία όμως στερείται τα πραγματικά ανθρώπινα συναισθήματα , της καλής πλευράς της ανθρώπινης φύσης. Στερείται ιδανικά και όνειρα. Δυστυχώς το πορτρέτο του φαίνεσθαι όπως τολμώ να αποκαλώ, απεικονίζει τη διαφορά της ζοφερής πραγματικότητας και της τέχνης, μια τέχνης που μπορεί ακόμα και σήμερα να παρουσιάζει το «είναι», το οποίο αποτελεί το παν της ανθρώπινης ύπαρξης.

Read more at: https://www.literature.gr/

Το πορτρέτο του…φαίνεσθαι, κατά τον Όσκαρ Ουάιλντ, της Εύας Κάκια By Literature | March 8, 2014 0 Comments Pin It Ανέκαθεν ο άνθρωπος ως κομμάτι της εκάστοτε κοινωνίας, έπεφτε στη παγίδα του φαίνεσθαι. Έμενε σε ότι καθόριζαν οι τύποι, οι κανόνες, η δήθεν ηθική. Έμενε σε ότι αντίκριζαν τα μάτια και σε ότι τα γοήτευαν. Δύσκολα η ανθρώπινη φύση βλέπει με τον νου και την ψυχή και γι΄ αυτό το σφάλμα της, είναι καταδικασμένη να μην φτάνει στην ουσία των πραγμάτων. Δέχεται μόνο ότι είναι οπτικά καλαίσθητο , όμορφο, γοητευτικό, σαγηνευτικό. Πάντα εστίαζε στην επιφάνεια, λάτρευε τα νιάτα και καθετί που ευχαριστεί τα ανθρώπινα πάθη, παρασύρεται από την ηδονή και τις αδυναμίες. Αντίθετα, φοβάται την ασχήμια, το γήρας του σώματος και τον θάνατο. Και φυσικά την κοινωνική κατακραυγή γι΄αυτό και φορά τον μανδύα του κοινωνικά αποδεκτού. Κρύβεται παριστάνοντας κάτι άλλο. Δυστυχώς ο δρόμος της αρετής είναι ο πιο δύσκολος. Είναι πιο εύκολο να παραδοθείς στην ακολασία παρά να παραμείνεις ενάρετος όπως ορίζει η ηθική. Μια ηθική που αναμφισβήτητα μας διαχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα και διατηρεί τις ισορροπίες στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η τέχνη μέσω του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Όσκαρ Ουάιλντ, έχει δώσει μια επακριβώς απεικόνιση όσων περιέγραψα παραπάνω. Το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ» είναι ένα στολίδι της λογοτεχνίας, το οποίο δέχτηκε αυστηρές κριτικές αφού ήταν πρωτοποριακό , αρκετά μπροστά από την εποχή του. Ένα μυθιστόρημα που κατάφερε να αγγίξει τις αδυναμίες, τις εμμονές και τα πάθη δηλαδή όλες τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Πρόκειται για ένα διαχρονικό έργο, το οποίο δύσκολα μπορεί να συγκριθεί λόγω του ότι καταφέρνει να μεταδώσει μηνύματα ζωής μέσω εικόνων που προβάλλουν τα έντονα συναισθήματα, την επιθυμία για ζωή , μια ζωή που φτάνει στα άκρα των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Απεικονίζει με αξιοθαύμαστο τρόπο πως η έπαρση ενός ανθρώπου μετατρέπει μια αγνή και καθαρή ψυχή σε έρμαιο της ακολασίας, της αμαρτίας και της αιώνιας καταδίκης. Ο Ντόριαν ως νέος, άμαθος, άβγαλτος με την νεανική απειρία, παρασυρόμενος από την τελειότητα του πορτρέτου του, που ζωγράφισε ο φίλος του Μπάζιλ Χόλγουορντ, πούλησε την ψυχή του για την αιώνια νεότητα και το κάλλος. Ο ναρκισσισμός σε συνδυασμό με την άρνηση , καταπάτηση και καταστροφή του ρομαντικού έρωτα είχαν ως αποτέλεσμα να διαφθαρεί μια καθαρή ψυχή ενός νεαρού ανθρώπου. Ζώντας αντίθετα στην ανθρώπινη ηθική, έχασε ότι όμορφο και αγνό υπήρχε μέσα του. Βέβαια τιμώντας το «φαίνεσθαι» της ευγενούς τάξης στην οποία άνηκε καλύφθηκε με τον μανδύα του τζέντλεμαν. Κλείδωσε την καρδιά του και έχασε για πάντα την ευκαιρία να αγαπήσει και να αγαπηθεί, ενώ η χειρότερη τιμωρία ήρθε στο τέλος. Όταν ερωτεύτηκε ειλικρινά και για πρώτη φορά στη ζωή του, ήταν ήδη αργά. Μπορεί μόνο στον πίνακα να αποτυπώνονταν τα σημάδια της φθοράς αλλά ακόμα και αυτός τον εκδικήθηκε. Έτσι και στη σημερινή εποχή, γοητευόμαστε από την πλούσια ζωή, τη γεμάτη με υλικές και σαρκικές απολαύσεις, η οποία όμως στερείται τα πραγματικά ανθρώπινα συναισθήματα , της καλής πλευράς της ανθρώπινης φύσης. Στερείται ιδανικά και όνειρα. Δυστυχώς το πορτρέτο του φαίνεσθαι όπως τολμώ να αποκαλώ, απεικονίζει τη διαφορά της ζοφερής πραγματικότητας και της τέχνης, μια τέχνης που μπορεί ακόμα και σήμερα να παρουσιάζει το «είναι», το οποίο αποτελεί το παν της ανθρώπινης ύπαρξης.

Read more at: https://www.literature.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου